Anonymous

βόσκημα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0454.png Seite 454]] τό, 1) das geweidete Vieh, Viehheerde, Soph. Tr. 762; Eur. Bacch. 676; Ar. Ach. 870; Xen. Hell. 4, 6, 6; Plut. Rom. 7; übh. Vieh, Plat. Theaet. 162 e u. öfter. – 2) das Futter, Nahrung, πημονῆς Aesch. Suppl. 6154 Soph. El. 364.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0454.png Seite 454]] τό, 1) das geweidete Vieh, Viehheerde, Soph. Tr. 762; Eur. Bacch. 676; Ar. Ach. 870; Xen. Hell. 4, 6, 6; Plut. Rom. 7; übh. Vieh, Plat. Theaet. 162 e u. öfter. – 2) das Futter, Nahrung, πημονῆς Aesch. Suppl. 6154 Soph. El. 364.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> animaux qui paissent, bestiaux, troupeau : ἐμῆς [[βόσκημα]] χερός EUR chevaux que ma main nourrissait ; tête de bétail : τὰ ἑκατὸν βοσκήματα SOPH les cent victimes (pour l'hécatombe);<br /><b>2</b> pâture, nourriture, aliment.<br />'''Étymologie:''' [[βόσκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βόσκημα''': τό, τὸ βοσκόμενον· κατὰ πληθ., ζῷα τεθραμμένα, θρέμματα, Σοφ. Τρ. 762, Εὐρ. Βάκχ. 677, Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 6· ἐπὶ προβάτων, Εὐρ. Ἀλκ. 576, Ἠλ. 494· ἐμῆς χερὸς β., ἐπὶ ἵππων, ὁ αὐτ. Ἱππ. 1356· ζῆν ἀπὸ βοσκημάτων Ἀριστ. Πολ. 6. 4, 11· ― ἐν τῷ δυϊκῷ ἐπὶ ζεύγους χοίρων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 811· ἐν τῷ ἑνικῷ ἐπὶ ἑνὸς ζῴου, [[ἄκανθα]] ποντίου βοσκήματος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 270· ἐν τρόπω βοσκήματος Πλάτ. Νόμ. 807Α· ἀντίθ. τῷ [[θηρίον]], Ἀριστ. Ἠθ. Μ. 2. 7, 4, Στράβ. 775. ΙΙ. [[τροφή]], β. πημονῆς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 620. πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 364· ἀναίματον β. δαιμόνων, [[θῦμα]] τῆς ὀργής τῶν Ἐρινύων [[ἄνευ]] αἵματος, [[διότι]] τὸ ἀφῄρεσαν αὐταί, Αἰσχύλ. Εὐμ. 302.
|lstext='''βόσκημα''': τό, τὸ βοσκόμενον· κατὰ πληθ., ζῷα τεθραμμένα, θρέμματα, Σοφ. Τρ. 762, Εὐρ. Βάκχ. 677, Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 6· ἐπὶ προβάτων, Εὐρ. Ἀλκ. 576, Ἠλ. 494· ἐμῆς χερὸς β., ἐπὶ ἵππων, ὁ αὐτ. Ἱππ. 1356· ζῆν ἀπὸ βοσκημάτων Ἀριστ. Πολ. 6. 4, 11· ― ἐν τῷ δυϊκῷ ἐπὶ ζεύγους χοίρων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 811· ἐν τῷ ἑνικῷ ἐπὶ ἑνὸς ζῴου, [[ἄκανθα]] ποντίου βοσκήματος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 270· ἐν τρόπω βοσκήματος Πλάτ. Νόμ. 807Α· ἀντίθ. τῷ [[θηρίον]], Ἀριστ. Ἠθ. Μ. 2. 7, 4, Στράβ. 775. ΙΙ. [[τροφή]], β. πημονῆς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 620. πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 364· ἀναίματον β. δαιμόνων, [[θῦμα]] τῆς ὀργής τῶν Ἐρινύων [[ἄνευ]] αἵματος, [[διότι]] τὸ ἀφῄρεσαν αὐταί, Αἰσχύλ. Εὐμ. 302.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> animaux qui paissent, bestiaux, troupeau : ἐμῆς [[βόσκημα]] χερός EUR chevaux que ma main nourrissait ; tête de bétail : τὰ ἑκατὸν βοσκήματα SOPH les cent victimes (pour l'hécatombe);<br /><b>2</b> pâture, nourriture, aliment.<br />'''Étymologie:''' [[βόσκω]].
}}
}}
{{grml
{{grml