Anonymous

γηθέω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> γηθήσω, <i>ao.</i> ἐγήθησα, <i>pf.</i> [[γέγηθα]];<br />se réjouir ; <i>part.</i> γεγηθώς, <i>au sens de</i> χαίρων, ayant sujet de se réjouir, <i>càd</i> sans avoir rien à craindre, impunément.<br />'''Étymologie:''' pour *γαϜθέω, de la R. ΓαϜ, Γαυ, se réjouir.
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> γηθήσω, <i>ao.</i> ἐγήθησα, <i>pf.</i> [[γέγηθα]];<br />se réjouir ; <i>part.</i> γεγηθώς, <i>au sens de</i> χαίρων, ayant sujet de se réjouir, <i>càd</i> sans avoir rien à craindre, impunément.<br />'''Étymologie:''' pour *γαϜθέω, de la R. ΓαϜ, Γαυ, se réjouir.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''γηθέω''': γηθεῖ ἐνὶ (συνηρ.) Ἰλ Ξ. 140 (ἕτεροι: γηθέει ἐν...), Δωρ. γᾱθεῖ, Θεόκρ. 1. 54 (ἀλλ’ ὁ πρκμ. κεῖται ἀείποτε ἀντὶ τοῦ ἐνεστ. παρ’ Ἀττ., ἐκτὸς ἂν διατηρήσωμεν τὴν γραφὴν γηθούση φρενὶ ἐν Αἰσχύλ. Χο 772, καὶ παρατ. ἐπεγήθει (ἴδε κατωτ.) ὁ αὐτ. Πρ. 157)· παρατ. ἐγήθεον Ἰλ. Η. 127, 214· μέλλ. γηθήσω Ἰλ., Ἡσ. · ἀόρ. ἐγήθησα, Ἐπ. γήθησα, Ὅμ., Ἡσ.· πρκμ. γέγηθα, Δωρ. γέγᾱθα (μὲ σημασ. ἐνεστ. ἴδε ἀνωτ.), Ὅμ., Ἀττ.· ὑπερσυντ. ἐγεγήθειν ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἐλμσλ. ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 157, Ἐπ. γεγήθειν Ἰλ. Λ. 682, Ν. 494, Δωρ. γεγάθειν, Ἐπίχ. 75, Ahr. Ἰσοδύναμος δέ τις [[τύπος]] [[γήθω]], Δωρ. γάθω, ἀναφερόμενος ὑπὸ τῶν γραμμ., εὕρηται παρ’ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Συλλ. Ἐπιγρ. 3632· ἀλλὰ μέσ. γήθομαι παρὰ Κ. Σμ. 14. 92, Ἀνθ. Π. 6. 261, κτλ. (ἴδε ἐν λ. [[γαίω]]). Χαίρω, ἀγάλλομαι, Ὅμ.· μ. αἰτ. πράγμ., τίς ἂν τάδε γηθήσειεν Ἰλ. Ι. 77· γ. κατὰ θυμὸν Ν. 416· γηθήσει προφανείσα (δυϊκ.), θὰ χαρῇ ἅμα ἐμφανισθῶμεν, Θ. 378·― [[συχνάκις]] μετὰ μετοχ., [[χαίρω]] πράττων τι, γέγηθας ζῶν Σοφ. Φ. 1021· πίνων Εὐρ. Κύκλ. 168·― γέγηθε φρένα Ἰλ. Λ. 683, κτλ.· θυμῷ γηθήσας Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 116· ἂν περὶ ψυχὰ γάθησεν Πίνδ. II. 4. 218· ― [[ὡσαύτως]], παλαιαῖσιν ἐν ἀρεταῖς γ. ὁ αὐτ. Ν. 3. 56· καὶ παρ’ Ἀττ., γεγηθέναι ἐπί τινι Σοφ. Ἠλ. 1231, Δημ. 332. 8·― κατὰ μετοχ., γεγηθώς, ὡς τὸ χαίρων, Λατ. impune, ἦ καί γεγ. λέξειν δοκεῖς; Σοφ. Ο. Τ. 368.
|elnltext=[[γηθέω]], Dor. γᾱθέω [~ [[γαίω]] perf. [[γέγηθα]], Dor. γέγα̅θα, Dor. imperat. γέγα̅θι, plqperf. (ἐ)γεγήθειν blij zijn, ep. met φρένα, κατὰ θυμόν of θυμῷ in zijn hart; met NcP; οὐδ’ [[ἄρα]] τώ γε ἰδὼν γήθησεν hij was zeker niet blij hen beiden te zien Il. 1.330; σὺ μὲν γέγηθας [[ζῶν]] jij bent blij dat je leeft Soph. Ph. 1021; met AcP; νῶι … γηθήσει προφανέντε hij zal blij zijn dat wij tweeën verschijnen Il. 8.378; ook met [[ὅτι]]- of [[οὕνεκα]]- zin dat; perf. ptc. γεγηθώς tot zijn vreugde, blij, lachend (d.w.z. straffeloos):. γεγηθὼς ταῦτ’(α)... λέξειν δοκεῖς; denk je dat straffeloos te kunnen zeggen? Soph. OT 368; γεγηθὸς [[δάκρυον]] vreugdetranen Soph. El. 1231.
}}
{{elru
|elrutext='''γηθέω:''' дор. [[γαθέω|γᾱθέω]] радоваться (θυμῷ, κατὰ θυμόν и φρένα Hom.: τι Hom., ἔν τινι Pind., τινι Hes., Arst. и ἐπί τινι Soph., Dem.): [[ἥδομαι]] καὶ [[γέγηθα]] Arph. я счастлив и рад; γέγηθας [[ζῶν]] Soph. ты радуешься жизни; ἦ καὶ γεγηθὼς ταῦτ᾽ ἀεὶ λέξειν δοκεῖς; Soph. уж не думаешь ли ты, что всегда сможешь говорить это с веселым видом, т. е. безнаказанно?
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[rejoice]] (Il.).<br />Other forms: Dor. [[γαθέω]], perf. [[γέγηθα]], Dor. [[γέγαθα]], aor. [[γηθῆσαι]], [[γαθῆσαι]]; late pres. [[γήθομαι]], [[γήθω]], [[γάθω]]<br />Derivatives: [[γηθοσύνη]] (Il.), [[γηθόσυνος]] (Il.; cf. Risch 138f.; late [[γῆθος]] n. (Epicur.) and [[γηθαλέος]] (Androm., ap. Gal.). Also <b class="b3">γᾶσσαν ἡδονήν</b> H., if with Baunack Philol. 70, 376 < <b class="b3">*γαθ-ι̯αν</b>.<br />Origin: IE [Indo-European] 9353] <b class="b2">*geh₂dʰ-</b>? [[be glad]]<br />Etymology: Because of Lat. [[gaudeō]], [[gāvīsus sum]] one reconstructed for [[γηθέω]] a form <b class="b3">*γαϜ-εθ-έω</b> (s. Schwyzer 703). But the contraction would have to be very early (Kretschmer Glotta 4, 324 and 337 against Jacobsohn KZ 43, 42ff.) and would have influenced the perfect (orig. <b class="b3">*γέ-γαϜ-α</b> to [[γαίω]]?; cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 429). The same root in [[γαίω]] < <b class="b3">*γαϜ-ι̯ω</b>, [[γάνυμαι]] (s. vv.). The present <b class="b2">*gāu-̯edh-eiō</b> would be a remarkable IE formation, and is quite isolated. One now compares Toch. B [[katk-]] [[be glad]] (< <b class="b2">*geh₂dʰ-sk-</b>) and reconstructs for Greek simply <b class="b2">*geh₂dʰ-</b> (LIV, Adams Dict. 150). One compared further Lit. <b class="b2">džaugiúos</b> [[be glad]], if from <b class="b2">*gaudžiúos</b> (Hirt BB 24, 280).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γαίω]]<br />to [[rejoice]], Hom.; c. acc. rei, τίς ἂν [[τάδε]] γηθήσειεν; Il.; c. [[part]]., γηθήσει προφανείσα (dual acc.) [[will]] [[rejoice]] at our appearing, Il.; γέγηθας ζῶν thou rejoicest in [[living]], Soph.; γεγηθέναι ἐπί τινι Soph.: [[part]]. γεγηθώς, like χαίρων, Lat. [[impune]], Soph.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 37:
|lsmtext='''γηθέω:''' Δωρ. γᾱθέω, μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐγήθησα</i>· Επικ. <i>γήθησα</i>, παρακ. [[γέγηθα]]· Δωρ. <i>γέγᾱθα</i> (με [[σημασία]] ενεστ.), υπερσ. <i>ἐγεγήθειν</i>, Επικ. <i>γεγήθειν</i> ([[γαίω]])· [[χαίρω]], [[αγάλλομαι]], σε Όμηρ.· με αιτ. πράγμ., τίςἂν [[τάδε]] γηθήσειεν; σε Ομήρ. Ιλ.· με μτχ. <i>γηθήσει προφανείσα</i> (αιτ. δυϊκ.), θα χαρεί με την εμφάνισή μας, στο ίδ.· γέγηθας [[ζῶν]], χαίρεσαι με το να ζεις, με τη [[ζωή]], σε Σοφ.· γεγηθέναι [[ἐπί]] τινι, στον ίδ.· μτχ. <i>γεγηθώς</i>, όπως το <i>χαίρων</i>, Λατ. [[impune]], στον ίδ.
|lsmtext='''γηθέω:''' Δωρ. γᾱθέω, μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐγήθησα</i>· Επικ. <i>γήθησα</i>, παρακ. [[γέγηθα]]· Δωρ. <i>γέγᾱθα</i> (με [[σημασία]] ενεστ.), υπερσ. <i>ἐγεγήθειν</i>, Επικ. <i>γεγήθειν</i> ([[γαίω]])· [[χαίρω]], [[αγάλλομαι]], σε Όμηρ.· με αιτ. πράγμ., τίςἂν [[τάδε]] γηθήσειεν; σε Ομήρ. Ιλ.· με μτχ. <i>γηθήσει προφανείσα</i> (αιτ. δυϊκ.), θα χαρεί με την εμφάνισή μας, στο ίδ.· γέγηθας [[ζῶν]], χαίρεσαι με το να ζεις, με τη [[ζωή]], σε Σοφ.· γεγηθέναι [[ἐπί]] τινι, στον ίδ.· μτχ. <i>γεγηθώς</i>, όπως το <i>χαίρων</i>, Λατ. [[impune]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''γηθέω:''' дор. [[γαθέω|γᾱθέω]] радоваться (θυμῷ, κατὰ θυμόν и φρένα Hom.: τι Hom., ἔν τινι Pind., τινι Hes., Arst. и ἐπί τινι Soph., Dem.): [[ἥδομαι]] καὶ [[γέγηθα]] Arph. я счастлив и рад; γέγηθας [[ζῶν]] Soph. ты радуешься жизни; ἦ καὶ γεγηθὼς ταῦτ᾽ ἀεὶ λέξειν δοκεῖς; Soph. уж не думаешь ли ты, что всегда сможешь говорить это с веселым видом, т. е. безнаказанно?
|lstext='''γηθέω''': γηθεῖ ἐνὶ (συνηρ.) Ἰλ Ξ. 140 (ἕτεροι: γηθέει ἐν...), Δωρ. γᾱθεῖ, Θεόκρ. 1. 54 (ἀλλ’ ὁ πρκμ. κεῖται ἀείποτε ἀντὶ τοῦ ἐνεστ. παρ’ Ἀττ., ἐκτὸς ἂν διατηρήσωμεν τὴν γραφὴν γηθούση φρενὶ ἐν Αἰσχύλ. Χο 772, καὶ παρατ. ἐπεγήθει (ἴδε κατωτ.) ὁ αὐτ. Πρ. 157)· παρατ. ἐγήθεον Ἰλ. Η. 127, 214· μέλλ. γηθήσω Ἰλ., Ἡσ. · ἀόρ. ἐγήθησα, Ἐπ. γήθησα, Ὅμ., Ἡσ.· πρκμ. γέγηθα, Δωρ. γέγᾱθα (μὲ σημασ. ἐνεστ. ἴδε ἀνωτ.), Ὅμ., Ἀττ.· ὑπερσυντ. ἐγεγήθειν ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἐλμσλ. ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 157, Ἐπ. γεγήθειν Ἰλ. Λ. 682, Ν. 494, Δωρ. γεγάθειν, Ἐπίχ. 75, Ahr. Ἰσοδύναμος δέ τις [[τύπος]] [[γήθω]], Δωρ. γάθω, ἀναφερόμενος ὑπὸ τῶν γραμμ., εὕρηται παρ’ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Συλλ. Ἐπιγρ. 3632· ἀλλὰ μέσ. γήθομαι παρὰ Κ. Σμ. 14. 92, Ἀνθ. Π. 6. 261, κτλ. (ἴδε ἐν λ. [[γαίω]]). Χαίρω, ἀγάλλομαι, Ὅμ.· μ. αἰτ. πράγμ., τίς ἂν τάδε γηθήσειεν Ἰλ. Ι. 77· γ. κατὰ θυμὸν Ν. 416· γηθήσει προφανείσα (δυϊκ.), θὰ χαρῇ ἅμα ἐμφανισθῶμεν, Θ. 378·― [[συχνάκις]] μετὰ μετοχ., [[χαίρω]] πράττων τι, γέγηθας ζῶν Σοφ. Φ. 1021· πίνων Εὐρ. Κύκλ. 168·― γέγηθε φρένα Ἰλ. Λ. 683, κτλ.· θυμῷ γηθήσας Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 116· ἂν περὶ ψυχὰ γάθησεν Πίνδ. II. 4. 218· ― [[ὡσαύτως]], παλαιαῖσιν ἐν ἀρεταῖς γ. ὁ αὐτ. Ν. 3. 56· καὶ παρ’ Ἀττ., γεγηθέναι ἐπί τινι Σοφ. Ἠλ. 1231, Δημ. 332. 8·― κατὰ μετοχ., γεγηθώς, ὡς τὸ χαίρων, Λατ. impune, ἦ καί γεγ. λέξειν δοκεῖς; Σοφ. Ο. Τ. 368.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[rejoice]] (Il.).<br />Other forms: Dor. [[γαθέω]], perf. [[γέγηθα]], Dor. [[γέγαθα]], aor. [[γηθῆσαι]], [[γαθῆσαι]]; late pres. [[γήθομαι]], [[γήθω]], [[γάθω]]<br />Derivatives: [[γηθοσύνη]] (Il.), [[γηθόσυνος]] (Il.; cf. Risch 138f.; late [[γῆθος]] n. (Epicur.) and [[γηθαλέος]] (Androm., ap. Gal.). Also <b class="b3">γᾶσσαν ἡδονήν</b> H., if with Baunack Philol. 70, 376 < <b class="b3">*γαθ-ι̯αν</b>.<br />Origin: IE [Indo-European] 9353] <b class="b2">*geh₂dʰ-</b>? [[be glad]]<br />Etymology: Because of Lat. [[gaudeō]], [[gāvīsus sum]] one reconstructed for [[γηθέω]] a form <b class="b3">*γαϜ-εθ-έω</b> (s. Schwyzer 703). But the contraction would have to be very early (Kretschmer Glotta 4, 324 and 337 against Jacobsohn KZ 43, 42ff.) and would have influenced the perfect (orig. <b class="b3">*γέ-γαϜ-α</b> to [[γαίω]]?; cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 429). The same root in [[γαίω]] < <b class="b3">*γαϜ-ι̯ω</b>, [[γάνυμαι]] (s. vv.). The present <b class="b2">*gāu-̯edh-eiō</b> would be a remarkable IE formation, and is quite isolated. One now compares Toch. B [[katk-]] [[be glad]] (< <b class="b2">*geh₂dʰ-sk-</b>) and reconstructs for Greek simply <b class="b2">*geh₂dʰ-</b> (LIV, Adams Dict. 150). One compared further Lit. <b class="b2">džaugiúos</b> [[be glad]], if from <b class="b2">*gaudžiúos</b> (Hirt BB 24, 280).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γαίω]]<br />to [[rejoice]], Hom.; c. acc. rei, τίς ἂν [[τάδε]] γηθήσειεν; Il.; c. [[part]]., γηθήσει προφανείσα (dual acc.) [[will]] [[rejoice]] at our appearing, Il.; γέγηθας ζῶν thou rejoicest in [[living]], Soph.; γεγηθέναι ἐπί τινι Soph.: [[part]]. γεγηθώς, like χαίρων, Lat. [[impune]], Soph.
}}
{{elnl
|elnltext=[[γηθέω]], Dor. γᾱθέω [~ [[γαίω]] perf. [[γέγηθα]], Dor. γέγα̅θα, Dor. imperat. γέγα̅θι, plqperf. (ἐ)γεγήθειν blij zijn, ep. met φρένα, κατὰ θυμόν of θυμῷ in zijn hart; met NcP; οὐδ’ [[ἄρα]] τώ γε ἰδὼν γήθησεν hij was zeker niet blij hen beiden te zien Il. 1.330; σὺ μὲν γέγηθας [[ζῶν]] jij bent blij dat je leeft Soph. Ph. 1021; met AcP; νῶι … γηθήσει προφανέντε hij zal blij zijn dat wij tweeën verschijnen Il. 8.378; ook met [[ὅτι]]- of [[οὕνεκα]]- zin dat; perf. ptc. γεγηθώς tot zijn vreugde, blij, lachend (d.w.z. straffeloos):. γεγηθὼς ταῦτ’(α)... λέξειν δοκεῖς; denk je dat straffeloos te kunnen zeggen? Soph. OT 368; γεγηθὸς [[δάκρυον]] vreugdetranen Soph. El. 1231.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''γηθέω''': (seit Il.),<br />{gēthéō}<br />'''Forms''': dor. [[γαθέω]], Perf. [[γέγηθα]] (poet. seit Il.), dor. [[γέγαθα]], Aor. γηθῆσαι, γαθῆσαι (Hom., Pi. usw.), spätes Präs. γήθομαι, [[γήθω]], γάθω<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[sich freuen]].<br />'''Derivative''': Wenige Ableitungen: [[γηθοσύνη]] (ep. seit Il., Ph.), [[γηθόσυνος]] [[freudig]] (poet. seit Il.; vgl. Risch 138f., dazu Porzig Satzinhalte 227 mit Versuch, die Wörter bildungsgeschichtlich einzuordnen; s. auch Frisk Eranos 43, 220); spät [[γῆθος]] n. (Epikur., Plu. u. a.) und [[γηθαλέος]] (Androm., ap. Gal.). Außerdem noch γᾶσσαν· ἡδονήν H., falls mit Baunack Philol. 70, 376 aus *γαθι̯αν.<br />'''Etymology''': Wegen lat. ''gaudeō'', ''gāvīsus'' ''sum'' wird [[γηθέω]] gewöhnlich auf *γαϝεθέω (evtl. -αθέω) zurückgeführt, das seinerseits als *γαϝεθέω zu zerlegen ist (vgl. Schwyzer 703). Die Kontraktion muß sehr früh gefolgt sein (Kretschmer Glotta 4, 324 und 337 gegen Jacobsohn KZ 43, 42ff.) und auch für das Perfekt (urspr. *γέγαϝα zu [[γαίω]]?; vgl. Chantraine Gramm. hom. 1, 429) maßgebend gewesen sein. Dadurch wird Anschluß an [[γαίω]] aus *γαϝι̯ω, [[γαῦρος]], [[γάνυμαι]] ermöglicht (s. dd.). Das graeco-lat. Präsens *''gāu̯edheiō'', das als alte idg. Bildung auffallend ist, steht im Ganzen isoliert da; in Betracht kommt immerhin lit. ''džaugiúos'' [[sich freuen]], falls aus *''gaudžiúos'' umgestellt (Hirt BB 24, 280).<br />'''Page''' 1,303-304
|ftr='''γηθέω''': (seit Il.),<br />{gēthéō}<br />'''Forms''': dor. [[γαθέω]], Perf. [[γέγηθα]] (poet. seit Il.), dor. [[γέγαθα]], Aor. γηθῆσαι, γαθῆσαι (Hom., Pi. usw.), spätes Präs. γήθομαι, [[γήθω]], γάθω<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[sich freuen]].<br />'''Derivative''': Wenige Ableitungen: [[γηθοσύνη]] (ep. seit Il., Ph.), [[γηθόσυνος]] [[freudig]] (poet. seit Il.; vgl. Risch 138f., dazu Porzig Satzinhalte 227 mit Versuch, die Wörter bildungsgeschichtlich einzuordnen; s. auch Frisk Eranos 43, 220); spät [[γῆθος]] n. (Epikur., Plu. u. a.) und [[γηθαλέος]] (Androm., ap. Gal.). Außerdem noch γᾶσσαν· ἡδονήν H., falls mit Baunack Philol. 70, 376 aus *γαθι̯αν.<br />'''Etymology''': Wegen lat. ''gaudeō'', ''gāvīsus'' ''sum'' wird [[γηθέω]] gewöhnlich auf *γαϝεθέω (evtl. -αθέω) zurückgeführt, das seinerseits als *γαϝεθέω zu zerlegen ist (vgl. Schwyzer 703). Die Kontraktion muß sehr früh gefolgt sein (Kretschmer Glotta 4, 324 und 337 gegen Jacobsohn KZ 43, 42ff.) und auch für das Perfekt (urspr. *γέγαϝα zu [[γαίω]]?; vgl. Chantraine Gramm. hom. 1, 429) maßgebend gewesen sein. Dadurch wird Anschluß an [[γαίω]] aus *γαϝι̯ω, [[γαῦρος]], [[γάνυμαι]] ermöglicht (s. dd.). Das graeco-lat. Präsens *''gāu̯edheiō'', das als alte idg. Bildung auffallend ist, steht im Ganzen isoliert da; in Betracht kommt immerhin lit. ''džaugiúos'' [[sich freuen]], falls aus *''gaudžiúos'' umgestellt (Hirt BB 24, 280).<br />'''Page''' 1,303-304
}}
}}