Anonymous

γηθέω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑς" to "εῖς"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γηθέω]] και [[γαθέω]] και [[γήθω]] (A) (AM [[γήθομαι]])<br />[[χαίρομαι]], ευχαριστιέμαι με [[κάτι]] ή κάνοντας [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. <b>φρ.</b> «[[γηθέω]] φρένα (ή φρενὶ ή θυμὸν ή θυμῶ) «αναγαλλιάζει, χαίρεται η [[ψυχή]] μου<br />II. (η μτχ. παρακμ.) <i>γεγηθώς</i><br /><b>1.</b> [[περιχαρής]]<br /><b>2.</b> [[χωρίς]] [[τιμωρία]] («ἦ καὶ γεγηθὼς ταῡτ' ἀεὶ λέξειν δοκεῑς;» — νομίζεις ότι θα συνεχίσεις να μιλάς [[έτσι]] [[χωρίς]] να τιμωρηθείς; <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> το λατ. <i>gaudĕ</i><i>ō</i> («[[χαίρομαι]]»), <i>g</i><i>ā</i><i>v</i><i>ī</i><i>sus sum</i> οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι [[γηθέω]] <span style="color: red;"><</span> <i>γᾱF</i> -<i>εθ</i> -<i>έω</i> (η <i>γαF</i> -<i>αθ</i> -<i>έω</i>), [[αλλά]] η [[συναίρεση]] του -<i>ᾱFe</i>- [[πρέπει]] να έγινε πολύ [[νωρίς]], [[πράγμα]] που ισχύει και για τον παρακμ. <i>γέγηθα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>γε</i> -<i>γᾱFεθ</i> -<i>α</i>. Η [[υπόθεση]] [[περί]] αρχικού θέματος παρακμ. <i>γᾱθ</i> -, βάσει του οποίου θα σχηματίστηκε [[υστερογενώς]] ο ενεστ. <i>γᾱθέω</i>, [[γηθέω]], αίρεται από την ύπαρξη του λατ. <i>gaude</i><i>ō</i>. To ρ. συνδέεται πιθ. με τα [[γαίω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>γᾰF</i> -<i>ιω</i>), [[γάνυμαι]], [[γαύρος]] και απαντά [[σπανίως]] στην αττική διάλεκτο, [[γιατί]] αντικαταστάθηκε από το συνώνυμο [[χαίρω]]. Ο παρακμ. <i>γέγηθα</i> έχει [[σημασία]] ενεστώτα και [[είναι]] [[συχνός]] στους τραγικούς, ενώ ο [[παράλληλος]] τ. ενεστ. [[γήθω]], που μαρτυρείται μτγν., [[είναι]] πιθ. [[υστερογενής]] [[σχηματισμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>αμφιγηθέω</i>, <i>επιγηθέω</i>, [[συγγηθέω]].
|mltxt=[[γηθέω]] και [[γαθέω]] και [[γήθω]] (A) (AM [[γήθομαι]])<br />[[χαίρομαι]], ευχαριστιέμαι με [[κάτι]] ή κάνοντας [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. <b>φρ.</b> «[[γηθέω]] φρένα (ή φρενὶ ή θυμὸν ή θυμῶ) «αναγαλλιάζει, χαίρεται η [[ψυχή]] μου<br />II. (η μτχ. παρακμ.) <i>γεγηθώς</i><br /><b>1.</b> [[περιχαρής]]<br /><b>2.</b> [[χωρίς]] [[τιμωρία]] («ἦ καὶ γεγηθὼς ταῡτ' ἀεὶ λέξειν δοκεῖς;» — νομίζεις ότι θα συνεχίσεις να μιλάς [[έτσι]] [[χωρίς]] να τιμωρηθείς; <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> το λατ. <i>gaudĕ</i><i>ō</i> («[[χαίρομαι]]»), <i>g</i><i>ā</i><i>v</i><i>ī</i><i>sus sum</i> οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι [[γηθέω]] <span style="color: red;"><</span> <i>γᾱF</i> -<i>εθ</i> -<i>έω</i> (η <i>γαF</i> -<i>αθ</i> -<i>έω</i>), [[αλλά]] η [[συναίρεση]] του -<i>ᾱFe</i>- [[πρέπει]] να έγινε πολύ [[νωρίς]], [[πράγμα]] που ισχύει και για τον παρακμ. <i>γέγηθα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>γε</i> -<i>γᾱFεθ</i> -<i>α</i>. Η [[υπόθεση]] [[περί]] αρχικού θέματος παρακμ. <i>γᾱθ</i> -, βάσει του οποίου θα σχηματίστηκε [[υστερογενώς]] ο ενεστ. <i>γᾱθέω</i>, [[γηθέω]], αίρεται από την ύπαρξη του λατ. <i>gaude</i><i>ō</i>. To ρ. συνδέεται πιθ. με τα [[γαίω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>γᾰF</i> -<i>ιω</i>), [[γάνυμαι]], [[γαύρος]] και απαντά [[σπανίως]] στην αττική διάλεκτο, [[γιατί]] αντικαταστάθηκε από το συνώνυμο [[χαίρω]]. Ο παρακμ. <i>γέγηθα</i> έχει [[σημασία]] ενεστώτα και [[είναι]] [[συχνός]] στους τραγικούς, ενώ ο [[παράλληλος]] τ. ενεστ. [[γήθω]], που μαρτυρείται μτγν., [[είναι]] πιθ. [[υστερογενής]] [[σχηματισμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>αμφιγηθέω</i>, <i>επιγηθέω</i>, [[συγγηθέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm