Anonymous

κατεγγυάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> κατηγγύησα <i>ou</i> κατενεγύησα, <i>ao. Pass.</i> κατηγγυήθην;<br />obliger à fournir caution, rendre responsable : πρὸς [[δίκην]] PLUT pour le paiement d'une amende.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐγγυάω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> κατηγγύησα <i>ou</i> κατενεγύησα, <i>ao. Pass.</i> κατηγγυήθην;<br />obliger à fournir caution, rendre responsable : πρὸς [[δίκην]] PLUT pour le paiement d'une amende.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐγγυάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατεγγυάω''': μέλλ. -ήσω: ἀόρ. κατηγγύησα (οὐχὶ κατενεγύησα) Δημ. 895. 21, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 7, 6, κτλ. (ὡς τὸ ἁπλοῦν ἐγγυῶ). Ὑπισχνοῦμαι νὰ δώσω, [[μνηστεύω]], [[ἀρραβωνίζω]], παῖδά τινι Εὐρ. Ὀρ. 1079. 1675. ΙΙ. ὡς Ἀττ. νομικὸς ὅρος, [[κάμνω]] τινὰ ὑπεύθυνον, [[ἀναγκάζω]] νὰ δώσῃ ἐγγύησιν, τινα πρὸς τὸν πολέμαρχον ἢ πρὸς τῷ -χῳ Δημ. 890. 9., 1358. 18, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 871 Ε, κἑξ.· κ. τινὰ πρὸς [[εἴκοσι]] τάλαντα, [[ἀναγκάζω]] τινὰ νὰ δώσῃ ἐγγύησιν διὰ 20 τάλαντα, Πολύβ. 5. 15, 9· πρὸς δίκην, διὰ τὴν πληρωμὴν τοῦ προστίμου, Πλουτ. Τιμολ. 37·- Μέσ. ἢ Παθ., δίδω ἢ [[εὑρίσκω]] ἐγγύησιν (ἐγγυητήν), κατηγγυήθη ὡς [[ξένη]] οὖσα πρὸς τῷ πολεμάρχῳ Δημ. 1361. 29· ἐγγύην κ. Πλάτ. Νόμ. 872Β·- τὸ μὲν κατεγγυᾶν ἐπὶ τοῦ κατηγόρου, [[ὅστις]] ἀπαιτεῖ ἐγγύησιν ἢ ἀσφάλειαν παρὰ τοῦ κατηγορουμένου, τὸ δὲ κατεγγυᾶσθαι ἐπὶ τοῦ κατηγορουμένου. 2) [[λαμβάνω]] ὑπὸ τὴν κατοχὴν μου ὡς ἐγγύησιν ἢ ἀσφάλειαν, [[ὑπὲρ]] τοῦ ἀργυρίου κατεγγυῶ τὴν ναῦν καὶ τοὺς παῖδας Δημ. 895 ἐν τέλ.·- ὑποχρεῶ, [[ὑποβάλλω]]…, τὸ ζῆν λύπαις αὐθαιρέτοις κατεγγυῆσαι [[Θαλῆς]] παρὰ Στοβ. 421. 48·- Παθ., πατρίοις ἔθεσιν κατηγγυημένος Ἰωσήπ. κατὰ Ἀπ. 2. 2. 3) ἐν τῷ παθ., [[ἀναλαμβάνω]] νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., κατεγγυηθήσεσθαι σπουδάσειν ἐπὶ [[τέλος]] ἀγαγεῖν τὴν ὑπόθεσιν Πολύβ. 3. 5. 8.- Ἐν Ἐπιγρ. Ἀνδανίας (L. et. F. 326a) κατεγγυεύσας (=κατεγγυήσας).
|elnltext=κατ-εγγυάω ten huwelijk geven:. ἥν σοι κατηγγύησα (mijn zus), die ik je ten huwelijk heb gegeven Eur. Or. 1079. borg laten stellen, borgtocht eisen van, met acc.: Λαφυστίου... αὐτὸν πρός τινα δίκην κατεγγυῶντος toen Laphystius voor een of ander proces borgtocht van hem eiste Plut. Tim. 37.2; κατηγγυήθη voor haar moest borg worden gestaan Apollod. [Dem.] 59.49.
}}
{{elru
|elrutext='''κατεγγυάω:''' (aor. κατηγγύησα и κατενεγύησα)<br /><b class="num">1)</b> юр. [[требовать залога]], [[гарантии]] или [[поручительства]]: ὁ ἐπισκηπτόμενος κατεγγυάτω τὸν ᾧ ἂν ἐπισκήπτηται Plat. истец пусть требует поручительства от того, с кого он ищет; κ. τινα πρὸς [[εἴκοσι]] τάλαντα Polyb. заставлять кого-л. внести залог в 20 талантов; κ. πρὸς [[δίκην]] Plut. требовать залога в обеспечение уплаты штрафа; ἐγγύην τοὺς αὐτόχειρας κατεγγυᾶσθαι Plat. (нужно) взыскать залог с непосредственных виновников;<br /><b class="num">2)</b> [[брать в качестве залога]] (τὴν ναῦν [[ὑπὲρ]] ἀργυρίου Dem.);<br /><b class="num">3)</b> [[обещать в жены]] (τινά τινι Eur.);<br /><b class="num">4)</b> med. [[брать на себя обязательство]], [[браться]]: ἐπὶ [[τέλος]] [[ἀγαγεῖν]] τὴν ὑπόθεσιν κ. Polyb. взяться довести до конца начатое.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατεγγυάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>κατηγγύησα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[υπόσχομαι]] να [[δώσω]], [[μνηστεύω]], [[αρραβωνιάζω]], <i>παῖδά τινι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως Αττ. [[δικανικός]] όρος, [[καθιστώ]] υπεύθυνο εγγύησης, [[αναγκάζω]] κάποιον να προβεί σε [[εγγυοδοσία]], σε Δημ. — Μέσ. ή Παθ., [[δίνω]] ή [[βρίσκω]] [[εγγύηση]], [[ασφάλεια]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[λαμβάνω]] σαν [[εγγύηση]], στον ίδ.
|lsmtext='''κατεγγυάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>κατηγγύησα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[υπόσχομαι]] να [[δώσω]], [[μνηστεύω]], [[αρραβωνιάζω]], <i>παῖδά τινι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως Αττ. [[δικανικός]] όρος, [[καθιστώ]] υπεύθυνο εγγύησης, [[αναγκάζω]] κάποιον να προβεί σε [[εγγυοδοσία]], σε Δημ. — Μέσ. ή Παθ., [[δίνω]] ή [[βρίσκω]] [[εγγύηση]], [[ασφάλεια]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[λαμβάνω]] σαν [[εγγύηση]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατεγγυάω:''' (aor. κατηγγύησα и κατενεγύησα)<br /><b class="num">1)</b> юр. [[требовать залога]], [[гарантии]] или [[поручительства]]: ὁ ἐπισκηπτόμενος κατεγγυάτω τὸν ᾧ ἂν ἐπισκήπτηται Plat. истец пусть требует поручительства от того, с кого он ищет; κ. τινα πρὸς [[εἴκοσι]] τάλαντα Polyb. заставлять кого-л. внести залог в 20 талантов; κ. πρὸς [[δίκην]] Plut. требовать залога в обеспечение уплаты штрафа; ἐγγύην τοὺς αὐτόχειρας κατεγγυᾶσθαι Plat. (нужно) взыскать залог с непосредственных виновников;<br /><b class="num">2)</b> [[брать в качестве залога]] (τὴν ναῦν [[ὑπὲρ]] ἀργυρίου Dem.);<br /><b class="num">3)</b> [[обещать в жены]] (τινά τινι Eur.);<br /><b class="num">4)</b> med. [[брать на себя обязательство]], [[браться]]: ἐπὶ [[τέλος]] [[ἀγαγεῖν]] τὴν ὑπόθεσιν κ. Polyb. взяться довести до конца начатое.
|lstext='''κατεγγυάω''': μέλλ. -ήσω: ἀόρ. κατηγγύησα (οὐχὶ κατενεγύησα) Δημ. 895. 21, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 7, 6, κτλ. (ὡς τὸ ἁπλοῦν ἐγγυῶ). Ὑπισχνοῦμαι νὰ δώσω, [[μνηστεύω]], [[ἀρραβωνίζω]], παῖδά τινι Εὐρ. Ὀρ. 1079. 1675. ΙΙ. ὡς Ἀττ. νομικὸς ὅρος, [[κάμνω]] τινὰ ὑπεύθυνον, [[ἀναγκάζω]] νὰ δώσῃ ἐγγύησιν, τινα πρὸς τὸν πολέμαρχον ἢ πρὸς τῷ -χῳ Δημ. 890. 9., 1358. 18, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 871 Ε, κἑξ.· κ. τινὰ πρὸς [[εἴκοσι]] τάλαντα, [[ἀναγκάζω]] τινὰ νὰ δώσῃ ἐγγύησιν διὰ 20 τάλαντα, Πολύβ. 5. 15, 9· πρὸς δίκην, διὰ τὴν πληρωμὴν τοῦ προστίμου, Πλουτ. Τιμολ. 37·- Μέσ. ἢ Παθ., δίδω ἢ [[εὑρίσκω]] ἐγγύησιν (ἐγγυητήν), κατηγγυήθη ὡς [[ξένη]] οὖσα πρὸς τῷ πολεμάρχῳ Δημ. 1361. 29· ἐγγύην κ. Πλάτ. Νόμ. 872Β·- τὸ μὲν κατεγγυᾶν ἐπὶ τοῦ κατηγόρου, [[ὅστις]] ἀπαιτεῖ ἐγγύησιν ἢ ἀσφάλειαν παρὰ τοῦ κατηγορουμένου, τὸ δὲ κατεγγυᾶσθαι ἐπὶ τοῦ κατηγορουμένου. 2) [[λαμβάνω]] ὑπὸ τὴν κατοχὴν μου ὡς ἐγγύησιν ἢ ἀσφάλειαν, [[ὑπὲρ]] τοῦ ἀργυρίου κατεγγυῶ τὴν ναῦν καὶ τοὺς παῖδας Δημ. 895 ἐν τέλ.·- ὑποχρεῶ, [[ὑποβάλλω]]…, τὸ ζῆν λύπαις αὐθαιρέτοις κατεγγυῆσαι [[Θαλῆς]] παρὰ Στοβ. 421. 48·- Παθ., πατρίοις ἔθεσιν κατηγγυημένος Ἰωσήπ. κατὰ Ἀπ. 2. 2. 3) ἐν τῷ παθ., [[ἀναλαμβάνω]] νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., κατεγγυηθήσεσθαι σπουδάσειν ἐπὶ [[τέλος]] ἀγαγεῖν τὴν ὑπόθεσιν Πολύβ. 3. 5. 8.- Ἐν Ἐπιγρ. Ἀνδανίας (L. et. F. 326a) κατεγγυεύσας (=κατεγγυήσας).
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-εγγυάω ten huwelijk geven:. ἥν σοι κατηγγύησα (mijn zus), die ik je ten huwelijk heb gegeven Eur. Or. 1079. borg laten stellen, borgtocht eisen van, met acc.: Λαφυστίου... αὐτὸν πρός τινα δίκην κατεγγυῶντος toen Laphystius voor een of ander proces borgtocht van hem eiste Plut. Tim. 37.2; κατηγγυήθη voor haar moest borg worden gestaan Apollod. [Dem.] 59.49.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω aor1 κατηγγύησα<br /><b class="num">I.</b> to [[pledge]], [[betroth]], παῖδά τινι Eur.<br /><b class="num">II.</b> as [[attic]] law-[[term]], to make [[responsible]], to [[compel]] to [[give]] [[security]], Dem.: —Mid. or Pass. to [[give]] or [[find]] [[security]], Dem.<br /><b class="num">2.</b> to [[seize]] as a [[security]], Dem.
|mdlsjtxt=fut. ήσω aor1 κατηγγύησα<br /><b class="num">I.</b> to [[pledge]], [[betroth]], παῖδά τινι Eur.<br /><b class="num">II.</b> as [[attic]] law-[[term]], to make [[responsible]], to [[compel]] to [[give]] [[security]], Dem.: —Mid. or Pass. to [[give]] or [[find]] [[security]], Dem.<br /><b class="num">2.</b> to [[seize]] as a [[security]], Dem.
}}
}}