Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταμιαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=prendre des vêtements sales <i>ou</i> sombres en signe de deuil.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μιαίνω]].
|btext=prendre des vêtements sales <i>ou</i> sombres en signe de deuil.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μιαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταμιαίνω''': ἐντελῶς [[μιαίνω]], [[καταμολύνω]], [[καταρρυπαίνω]], (κυρ. καὶ μεταφορ.), ψεύδεσι γένναν Πινδ. ΙΙ. 4, 148· τὰ καλὰ Πλάτ. Νόμ. 937D· ὅμαιμον καταμιαινόντων τὸ γένος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 225· κατὰ τὸν Ἕρμανν. (κοινῶς καὶ [[μιαίνω]].)·- μέσ., φορῶ ῥυπαρὰ ἱμάτια ὡς [[σημεῖον]] λύπης, θλίψεως, φορῶ «[[πένθος]]», Λατ. luctu squalere, in luctu et squalore esse (πρβλ. sorditatus), Ἡρόδ. 6. 58· (ἐν Ἐπιγραφαῖς τῆς Κέω ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας εὑρέθη καὶ τὸ ἁπλοῦν μιαίνομαι)· Παθ., τὸ [[σῶμα]] τῆς ἱστορίας τούτοις καταμιαίνεται Ἄννα Κομν.· κατερρυπώθη ὁ [[ἄνθρωπος]] καὶ κατεμιάνθη Ἐπιφάν.
|elnltext=κατα-μιαίνω bezoedelen, bevuilen; med.: zich met as vuil maken (teken van rouw).
}}
{{elru
|elrutext='''καταμιαίνω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[пятнать]], [[марать]], [[осквернять]] (ψευδέσι γένναν Pind.; τὰ καλὰ ἐν τῷ τῶν ἀνθρώπων βίῳ Plat.; τὸ [[φῶς]], sc. τοῦ λύχνου Luc.);<br /><b class="num">2)</b> надевать траурные одежды, med.-pass. облекаться в траур Her.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''καταμιαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[καταρρυπαίνω]], [[καταμολύνω]], σε Πίνδ., Πλάτ. — Παθ., φορώ βρώμικα, άθλια κουρέλια, ελεεινά ενδύματα, ως [[ένδειξη]] πένθους, φορώ [[πένθος]] (πρβλ. Λατ. [[sordidatus]]), σε Ηρόδ.
|lsmtext='''καταμιαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[καταρρυπαίνω]], [[καταμολύνω]], σε Πίνδ., Πλάτ. — Παθ., φορώ βρώμικα, άθλια κουρέλια, ελεεινά ενδύματα, ως [[ένδειξη]] πένθους, φορώ [[πένθος]] (πρβλ. Λατ. [[sordidatus]]), σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταμιαίνω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[пятнать]], [[марать]], [[осквернять]] (ψευδέσι γένναν Pind.; τὰ καλὰ ἐν τῷ τῶν ἀνθρώπων βίῳ Plat.; τὸ [[φῶς]], sc. τοῦ λύχνου Luc.);<br /><b class="num">2)</b> надевать траурные одежды, med.-pass. облекаться в траур Her.
|lstext='''καταμιαίνω''': ἐντελῶς [[μιαίνω]], [[καταμολύνω]], [[καταρρυπαίνω]], (κυρ. καὶ μεταφορ.), ψεύδεσι γένναν Πινδ. ΙΙ. 4, 148· τὰ καλὰ Πλάτ. Νόμ. 937D· ὅμαιμον καταμιαινόντων τὸ γένος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 225· κατὰ τὸν Ἕρμανν. (κοινῶς καὶ [[μιαίνω]].)·- μέσ., φορῶ ῥυπαρὰ ἱμάτια ὡς [[σημεῖον]] λύπης, θλίψεως, φορῶ «[[πένθος]]», Λατ. luctu squalere, in luctu et squalore esse (πρβλ. sorditatus), Ἡρόδ. 6. 58· (ἐν Ἐπιγραφαῖς τῆς Κέω ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας εὑρέθη καὶ τὸ ἁπλοῦν μιαίνομαι)· Παθ., τὸ [[σῶμα]] τῆς ἱστορίας τούτοις καταμιαίνεται Ἄννα Κομν.· κατερρυπώθη ὁ [[ἄνθρωπος]] καὶ κατεμιάνθη Ἐπιφάν.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-μιαίνω bezoedelen, bevuilen; med.: zich met as vuil maken (teken van rouw).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -ᾰνῶ<br />to [[taint]], [[defile]], Pind., Plat.:— Pass. to [[wear]] [[squalid]] garments as a [[sign]] of [[grief]], [[wear]] [[mourning]] (cf. Lat. [[sordidatus]]), Hdt.
|mdlsjtxt=fut. -ᾰνῶ<br />to [[taint]], [[defile]], Pind., Plat.:— Pass. to [[wear]] [[squalid]] garments as a [[sign]] of [[grief]], [[wear]] [[mourning]] (cf. Lat. [[sordidatus]]), Hdt.
}}
}}