3,277,301
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>I.</b> grande quantité :<br /><b>1</b> <i>avec idée de nombre</i> foule, multitude : [[πλῆθος]] στρατοῦ (<i>p.</i> στρατὸς [[πολύς]]) HDT armée nombreuse ; <i>abs.</i> τὸ [[πλῆθος]], le plus grand nombre ; multitude, foule, le peuple, <i>p. opp. à l'aristocratie ou à la royauté</i> HDT, THC ; <i>ou</i> populace, <i>p. opp. au peuple</i> [[δῆμος]] ; <i>en ce sens au plur.</i> τὰ πλήθη, les masses populaires, la masse ; <i>adv.</i> • [[ἐς]] [[πλῆθος]], en foule ; • [[ὡς]] πλήθει, généralement parlant;<br /><b>2</b> <i>avec idée de volume</i> masse, grande quantité ; <i>fig.</i> [[πλῆθος]] πημάτων ESCHL, [[πλῆθος]] πόνου SOPH abondance de douleurs, de peines;<br /><b>3</b> <i>avec idée d'espace</i> [[πεδίον]] [[πλῆθος]] ἄπειρον HDT plaine d'une immense étendue;<br /><b>4</b> <i>avec idée de temps</i> [[πλῆθος]] χρόνου THC long espace de temps;<br /><b>II.</b> quantité indéterminée, <i>d'où</i><br /><b>1</b> quantité <i>en gén.</i> πόσον [[τι]] [[πλῆθος]] [[ἦν]] [[νεῶν]] Ἑλληνίδων ; ESCHL quel pouvait être le nombre des vaisseaux grecs ?;<br /><b>2</b> le petit nombre.<br />'''Étymologie:''' R. Πλε, être plein ; v. [[πίμπλημι]], cf. <i>lat.</i> plebs, plenus, etc. | |btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>I.</b> grande quantité :<br /><b>1</b> <i>avec idée de nombre</i> foule, multitude : [[πλῆθος]] στρατοῦ (<i>p.</i> στρατὸς [[πολύς]]) HDT armée nombreuse ; <i>abs.</i> τὸ [[πλῆθος]], le plus grand nombre ; multitude, foule, le peuple, <i>p. opp. à l'aristocratie ou à la royauté</i> HDT, THC ; <i>ou</i> populace, <i>p. opp. au peuple</i> [[δῆμος]] ; <i>en ce sens au plur.</i> τὰ πλήθη, les masses populaires, la masse ; <i>adv.</i> • [[ἐς]] [[πλῆθος]], en foule ; • [[ὡς]] πλήθει, généralement parlant;<br /><b>2</b> <i>avec idée de volume</i> masse, grande quantité ; <i>fig.</i> [[πλῆθος]] πημάτων ESCHL, [[πλῆθος]] πόνου SOPH abondance de douleurs, de peines;<br /><b>3</b> <i>avec idée d'espace</i> [[πεδίον]] [[πλῆθος]] ἄπειρον HDT plaine d'une immense étendue;<br /><b>4</b> <i>avec idée de temps</i> [[πλῆθος]] χρόνου THC long espace de temps;<br /><b>II.</b> quantité indéterminée, <i>d'où</i><br /><b>1</b> quantité <i>en gén.</i> πόσον [[τι]] [[πλῆθος]] [[ἦν]] [[νεῶν]] Ἑλληνίδων ; ESCHL quel pouvait être le nombre des vaisseaux grecs ?;<br /><b>2</b> le petit nombre.<br />'''Étymologie:''' R. Πλε, être plein ; v. [[πίμπλημι]], cf. <i>lat.</i> plebs, plenus, etc. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πλῆθος -ους, zonder contr. -εος, τό, Dor. πλᾶθος [~ πίμπλημι] menigte, groot aantal:. πλῆθος στρατοῦ een groot leger Hdt. 9.73.2; σὺν πλήθει χερῶν met de helpende hand van velen Soph. OT 123. meerderheid; met gen..; τοῦ στρατοῦ van het leger Hdt. 1.82.3; τὸ π. τῆς ψυχῆς het grootste deel van de ziel Plat. Lg. 689a; abs..; τὸ πλῆθος ἐψηφίσατο πολεμεῖν de meerderheid stemde voor oorlog voeren Thuc. 1.125.1; adv..; ὡς ἐπὶ τὸ πλῆθος meestal Plat. Phaedr. 275b; overmacht:. ἑσσώθησαν διὰ πλῆθος zij leden een nederlaag vanwege de overmacht Hdt. 5.119.1. volk, bevolking:; σμικρὸν τὸ πλῆθος τῆσδε γῆς de bevolking van dit land (is) gering Eur. Phoen. 715; de massa:; φιλόσοφον... πλῆθος ἀδύνατον εἶναι de massa kan zich onmogelijk aan filosofie wijden Plat. Resp. 494a; volksvergadering; als verzamelde menigte; εἰς τὸ πλῆθος τὸ ὑμέτερον voor uw vergadering Plat. Ap. 31c; als politieke instelling. ἐς τὸ πλῆθος ἄνωγε φέρειν τὸ κράτος hij drong erop aan de macht bij de volksvergadering te leggen Hdt. 3.81.1. aantal; met gen..; πόσον πλῆθος ἦν νεῶν Ἑλληνίδων; hoe groot was het aantal van de Griekse schepen? Aeschl. Pers. 334; abs.. πλήθει προύχων superieur in aantal Thuc. 3.74.1; πλῆθος ὡς δισχίλιοι ongeveer tweeduizend in aantal Xen. An. 4.2.2. (grote) hoeveelheid, omvang; van zaken of abstr..; πόνου πλῆθος een heleboel moeite Soph. Ai. 876; χρημάτων πλῆθος grote rijkdom Thuc. 1.9.2; τριήρεις... τοῖς τυράννοις ἐς πλῆθος ἐγένοντο de tirannen hadden triëren in grote hoeveelheid Thuc. 1.14.2; πλῆθος ἱδρῶτος grote hoeveelheid zweet Plat. Tim. 84e; πλῆθος οὐσίας grote hoeveelheid bezit Aristot. Pol. 1279b19; διὰ πλῆθος χρόνου door het lange tijdsverloop Thuc. 1.1.2; uitgestrektheid:. ἐοῦσα πλῆθος ἑπτὰ ἡμερέων ὁδοῦ (woestijn) met een uitgestrektheid van zeven dagen reizen Hdt. 4.123.2. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλῆθος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> [[множество]] (χρυσοῦ Plat.; πημάτων Aesch.): στρατοῦ π. Her. многочисленное войско; ἐς π. Thuc. во множестве;<br /><b class="num">2)</b> [[большинство]], [[основная часть]], [[главные силы]] (τοῦ στρατοῦ Her.; τῆς δυνάμεως Xen.): τὸ π. ἐψηφίσαντο πολεμεῖν Thuc.: ὡς πλήθει Plat. в целом, вообще; ὡς ἐπὶ το π. Plat. в большинстве случаев;<br /><b class="num">3)</b> [[население]] (τῆσδε γῆς Eur.; τῆς πόλεως NT);<br /><b class="num">4)</b> [[народные массы]], [[народ]] (ἐς τὸ π. φέρειν τὸ [[κράτος]] Her.; ἡ τοῦ πλήθους [[ἀρχή]], [[δημοκρατία]] [[τοὔνομα]] κληθεῖσα Plat.): [[ἐναντία]] τῷ ὑμετέρῳ πλήθει πράττοντες Lys. действующие во вред вашему народу;<br /><b class="num">5)</b> [[количество]], [[число]], [[численность]] ([[νεῶν]] Aesch.; πλήθει φοβερώτατος Thuc.): πλήθεϊ [[πολλοί]] Her. многочисленные; π. ἀνάριθμοι Aesch. бесчисленные; π. ὡς [[δισχίλιοι]] Xen. числом около двух тысяч;<br /><b class="num">6)</b> размер(ы), т. е. объем или протяжение (χώρας Xen.; τῆς οὐσίας Plat.): π. τῆς ζημίας Thuc. мера наказания; πλήθει πολλῶν μηνῶν Soph. по истечении многих месяцев; διὰ χρόνου π. Thuc. в силу (большой) давности. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 37: | Line 40: | ||
|lsmtext='''πλῆθος:''' -εος, τό, Δωρ. [[πλᾶθος]], (<i>πίμ-πλημι</i>)·<br /><b class="num">I. 1.</b> ο [[πολύ]] [[μεγάλος]] [[αριθμός]], το μεγαλύτερο [[μέρος]], η [[μάζα]], το [[κυρίως]] [[σώμα]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· [[πλειοψηφία]], [[λαός]], όπως [[δῆμος]], Λατ. [[plebs]], σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, [[λαός]], όχλος, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ποσότητα]] ή [[αριθμός]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>πλήθει παρόντες</i>, με πολλή [[δύναμη]], σε Θουκ.· απόλ. με αιτ., πόσοιτὸ [[πλῆθος]];, σε Ηρόδ.· [[πλῆθος]] ἀνάριθμοι, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[μέγεθος]], [[διάσταση]] ή [[έκταση]], <i>ὄροςπλήθεϊ</i>· <i>μέγιστον</i>, σε Ηρόδ.· [[πεδίον]] [[πλῆθος]] ἄπειρον, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ποσότητα]] ή [[ποσό]], σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b>λέγεται για το χρόνο, [[μήκος]], [[διάρκεια]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">V.</b> με πρόθ. ή με <i>ὡς</i> με επιρρ. [[σημασία]], ἐς [[πλῆθος]], σε μεγάλους αριθμούς, στον ίδ.· <i>ὡς πλήθει</i>, εξ ολοκλήρου, γενικά, σε Πλάτ.· ομοίως, ὡς ἐπὶ τὸ [[πλῆθος]], ως επί το πλείστον, [[συνήθως]], Λατ. ut [[plurimum]], στον ίδ. | |lsmtext='''πλῆθος:''' -εος, τό, Δωρ. [[πλᾶθος]], (<i>πίμ-πλημι</i>)·<br /><b class="num">I. 1.</b> ο [[πολύ]] [[μεγάλος]] [[αριθμός]], το μεγαλύτερο [[μέρος]], η [[μάζα]], το [[κυρίως]] [[σώμα]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· [[πλειοψηφία]], [[λαός]], όπως [[δῆμος]], Λατ. [[plebs]], σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, [[λαός]], όχλος, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ποσότητα]] ή [[αριθμός]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>πλήθει παρόντες</i>, με πολλή [[δύναμη]], σε Θουκ.· απόλ. με αιτ., πόσοιτὸ [[πλῆθος]];, σε Ηρόδ.· [[πλῆθος]] ἀνάριθμοι, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[μέγεθος]], [[διάσταση]] ή [[έκταση]], <i>ὄροςπλήθεϊ</i>· <i>μέγιστον</i>, σε Ηρόδ.· [[πεδίον]] [[πλῆθος]] ἄπειρον, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ποσότητα]] ή [[ποσό]], σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b>λέγεται για το χρόνο, [[μήκος]], [[διάρκεια]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">V.</b> με πρόθ. ή με <i>ὡς</i> με επιρρ. [[σημασία]], ἐς [[πλῆθος]], σε μεγάλους αριθμούς, στον ίδ.· <i>ὡς πλήθει</i>, εξ ολοκλήρου, γενικά, σε Πλάτ.· ομοίως, ὡς ἐπὶ τὸ [[πλῆθος]], ως επί το πλείστον, [[συνήθως]], Λατ. ut [[plurimum]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πλῆθος''': -εος, τό, Δωρ. πλᾶθος, Βοιωτ. [[πλεῖθος]], ἴδε τὴν λέξ.: ([[πλήθω]], ἴδε ἐν λ. πίμμπλημι). Μέγας ἀριθμός, πολλοὶ [[ὁμοῦ]], [[πλῆθος]], [[ὄχλος]], [[μάλιστα]] ἐπὶ πλήθους ἀνθρώπων, Ἰλ. Ρ. 330, Ἡρόδ. 1. 77, κτλ.· στρατοῦ πλ., [[περίφρασις]] ἀντὶ τοῦ στρατὸς [[πολύς]], Ἡρόδ. 9. 73· φιλόσοφον... πλ. ἀδύνατον [[εἶναι]], τὸ [[πλῆθος]], οἱ πολλοὶ δὲν δύνανται νὰ ὦσι φιλόσοφοι, Πλάτ. Πολ. 494Α, κτλ. 2) τὸ [[πλῆθος]], τὸ μέγιστον [[μέρος]], ὡς τὸ πολύ, οἱ πολλοί, οἱ πλεῖστοι, τὸ πλεῖστον [[μέρος]], τὸ κύριον [[σῶμα]], τὸ πλ. τοῦ στρατοῦ Ἡρόδ. 1. 82 πρβλ. 5. 92· τῆς δυνάμεως τὸ πλ. Ξεν. Κύρ. 2. 1, 6· τὸ πλ. τῆς ψυχῆς, τὸ κύριον [[μέρος]] τῆς..., Πλάτ. Νόμ. 689Α· ― ὡς οὐσιαστικὸν περιληπτ. μετὰ πληθυντ. ῥήματ., Ἀθηναίων τὸ [[πλῆθος]] οἴονται Θουκ. 1. 20· τὸ [[πλῆθος]] ἐψηφίσαντο πολεμεῖν, οἱ πλείους, οἱ περισσότεροι, ἡ [[πλειονοψηφία]], [[αὐτόθι]] 125, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 20· ― [[ἐντεῦθεν]], ὁ [[λαός]], οἱ κάτοικοι, σμικρὸν τὸ [[πλῆθος]] τῆσδε γῆς Εὐρ. Φοίν. 715· ― [[ὡσαύτως]], β) [[μάλιστα]] ἐν Ἀθήναις, = [[δῆμος]], Λατ. plebs, Θουκ. 1. 9, κτλ.· ἡ τοῦ πλ. [[ἀρχή]], [[δημοκρατία]] [[τοὔνομα]] κληθεῖσα Πλάτ. Πολιτ. 291D· ἐς τὸ πλ. φέρειν τὸ [[κράτος]] Ἡρόδ. 3, 81, πρβλ. Λυσ. 124. 5, κτλ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ αἱ ἀρχαί, οἱ ὀλίγοι, Θουκ. 5. 84· τὸ πλ. τὸ ὑμέτερον Πλάτ. Ἀπολ. 31C· τὸ πλ. τὸ Ἀλιαδᾶν = τὸ κοινόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2525b c. 6, κτλ.· ― ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ὁ [[ὄχλος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[δῆμος]], Ξεν. Ἀθην. 2. 18· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., πείθειν τὰ πλήθη, τοὺς ὄχλους, Πλάτ. Γοργ. 452Ε, πρβλ. Σοφ. 268Α· ὃ πᾶσι... σωτήριον [[μάλιστα]] δὲ τοῖς πλήθεσι πρὸς τοὺς τυράννους Δημ. 71. 22. ΙΙ. ἀφῃρημ. ὡς καὶ νῦν, πόσον τι πλ. ἦν νεῶν Ἑλληνίδων; Αἰσχύλ. Πέρσ. 334· [[ὅμιλος]] πλήθει φοβερώτατος Θουκ. 2. 98· ἰσχύϊ καὶ πλήθει προέχων ὁ αὐτ. 3. 74· τῷ πλ. αὐτῶν καταπλαγέντες 4. 10· πλήθεϊ πολλοὶ Ἡρόδ. 3. 11, πρβλ. 6. 44· σὺν πλήθει χερῶν Σοφ. Ο. Τ. 122· πλήθει παρόντες, μετὰ πολλῆς δυνάμεως, Θουκ. 8. 22· ― ἀπολ., κατ’ αἰτ., κόσοι [[πλῆθος]] Ἡρόδ. 4. 153· πόσοι τὸ [[πλῆθος]] Δίφιλος ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 1· ἐρέται... [[πλῆθος]] ἀνάριθμοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 40· πλ. ὡς [[δισχίλιοι]] Ξεν. Ἀν. 4. 2, 2· ἄπειρα τὸ [[πλῆθος]] ἢ [[πλῆθος]] Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 44., 4. 2. 2. ΙΙΙ. παρ’ Ἡροδ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐκτάσεως, [[ὄρος]] πλήθεϊ μέγιστον καὶ μεγάθεϊ ὑψηλότατον 1. 203· [[πεδίον]] [[πλῆθος]] ἄπειρον 204· ἡ [[ἐρῆμος]] [[ἐοῦσα]] [[πλῆθος]] ἑπτὰ ἡμερέων ὁδοῦ 4. 123· οὕτω, [[πλῆθος]] χώρας καὶ ἀνθρώπων Ξεν. Ἀν. 1. 5, 9. 2) παρ’ Ἀττ. ἐπὶ ποσότητος ἢ ποσοῦ, διὰ [[πλῆθος]] τῆς ζημίας Θουκ. 3. 70· τὸ πλ. τῆς οὐσίας Πλάτ. Πολ. 591Ε, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 3. 8, 2· [[ταῦτα]] οὐδέν ἐστι πλήθει οὐδὲ μεγέθει πρὸς ἐκεῖνα Πλάτ. Πολ. 614Α· μετὰ πλήθους ἱδρῶτος, multa sudans, ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 84Ε· τὸ πλ. τοῦ ῥεύματος Πολύβ. 1. 75, 5· ― ἐν τῷ πληθ., μέγα [[πλῆθος]], ἐμβρύων Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 158· θαυμαστὸν ὅσ’ ἐστ’ ἀγαθῶν πλήθη Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 51· οἰκοδομημάτων πλήθεσι ἢ μεγέθεσι Δίων Κ. 52. 30, πρβλ. 10. IV. ἐπὶ χρόνου, [[μῆκος]], [[ἔκτασις]] χρονική, πλ. χρόνου Θουκ. 1. 1, Πλάτ. Θεαίτ. 158D, Ἰσοκρ. 271Α· πλ. ἐτῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 855· πλήθει πολλῶν μηνῶν Σοφ. Φ. 723. V. μετὰ προθέσεων ἢ μετὰ τοῦ ὡς, ἐπὶ ἐπιρρ. σημασίας, ἐς πλ. Θουκ. 1. 14· ― ὡς πλήθει, [[καθόλου]], γενικῶς, Πλάτ. Πολ. 389D· [[οὕτως]], ὡς ἐπὶ τὸ πλ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, συνήθως, Λατ. ut plurimum, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 275Β, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 6, 11· ὡς κατὰ τὸ πλ. εἰπεῖν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11. 9· κατὰ πλ. Διον. Ἁλ. 6. 67. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |