Anonymous

στενοχωρέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> resserrer, rétrécir ; <i>Pass.</i> être à l'étroit;<br /><b>2</b> mettre à l'étroit, à la gêne, tourmenter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[στενόχωρος]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> resserrer, rétrécir ; <i>Pass.</i> être à l'étroit;<br /><b>2</b> mettre à l'étroit, à la gêne, tourmenter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[στενόχωρος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στενοχωρέω''': εἶμαι ἐστενοχωρημένος, δυσκολεύομαι δι’ ἔλλειψιν χώρου, Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 582Β· μεταφορ., εἶμαι ἐν στενοχωρίᾳ, δυσκολεύομαι διά τι [[πρᾶγμα]], τινι Ἱππ. 27. 35. ΙΙ. μεταβ., πληρῶ, [[γεμίζω]], στενὸν ποιῶ, συμπυκνῶ, τοὺς ἀπαντῶντας Λουκ. Νιγρῖν. 13· τὰς πύλας, τὰς ὁδοὺς Χαρίτων 5. 3, κτλ. - Παθητ., μετὰ μέσ. μέλλ. (Θεμίστ. 310D), συμπυκνοῦμαι, [[συνέρχομαι]] στενῶς [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 1, 11, Διόδ. 20. 29· ἐν ταὐτῷ στ. Λουκ. Τόξ. 29· ἐστ. τὰ κολαστήρια Συνέσ. 147Α· ἐπὶ εἰκόνος, περιορίζομαι, Θεμίστ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) μεταφορ., [[πιέζω]] πολύ, τινα Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙϚ', 16)· - Παθ., συμπιέζομαι, στενοχωροῦμαι, [[αἰσθάνομαι]] στενοχωρίαν, ἐν τοῖς σπλάγχνοις Β' Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. Ϛ΄, 12· τῷ κακῷ Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 57· τῷ βίῳ Γρηγ. Νύσσ.
|elnltext=στενοχωρέω [στενόχωρος] perf. med.-pass. ἐστενοχώρημαι act. met acc. in het nauw, in het gedrang brengen. τοὺς ἀπαντῶντας degenen die hem tegemoet kwamen Luc. 8.13. intrans. ( overdr. ) in het nauw raken, er niet meer uit komen. ἐπί τινι νοσέοντι bij een patiënt Hp. Praec. 8. med.-pass. in het nauw gebracht worden, opeengedrongen worden; θλιβόμενοι ἀλλ’ οὐ στενοχωρούμενοι terwijl we worden belaagd maar niet in het nauw zitten NT 2 Cor. 4.8; ook overdr.. ἡ καρδία ἡμῶν πεπλάτυνται · οὐ στενοχωρεῖσθε ἐν ἡμῖν, στενοχωρεῖσθε δὲ ἐν τοῖς σπλάγχνοις ὑμῶν ons hart staat voor u open: u wordt niet beperkt door ons, maar u wordt beperkt door uw eigen innerlijke bekrompenheid NT 2 Cor. 6.11.
}}
{{elru
|elrutext='''στενοχωρέω:''' [[теснить]], [[жать]] (в давке) (τοὺς ἀπαντῶντας Luc.): τὸ στενοχωρούμενος [[πλῆθος]] Diod. стеснившаяся (напирающая) толпа, давка; [[ὅταν]] στενοχωρῶνται τὰ ὕδατα [[ἐντός]] Arst. когда внутри скопится вода; στενοχωρεῖσθαι τοῖς σπλάγχνοις NT обладать узкой душой, т. е. быть душевно глухим.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''στενοχωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[στριμώχνω]], [[πιέζω]] λόγω έλλειψης χώρου, σε Λουκ. — Παθ., [[συνωστίζομαι]]· μεταφ., στενοχωρούμαι, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''στενοχωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[στριμώχνω]], [[πιέζω]] λόγω έλλειψης χώρου, σε Λουκ. — Παθ., [[συνωστίζομαι]]· μεταφ., στενοχωρούμαι, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στενοχωρέω:''' [[теснить]], [[жать]] (в давке) (τοὺς ἀπαντῶντας Luc.): τὸ στενοχωρούμενος [[πλῆθος]] Diod. стеснившаяся (напирающая) толпа, давка; [[ὅταν]] στενοχωρῶνται τὰ ὕδατα [[ἐντός]] Arst. когда внутри скопится вода; στενοχωρεῖσθαι τοῖς σπλάγχνοις NT обладать узкой душой, т. е. быть душевно глухим.
|lstext='''στενοχωρέω''': εἶμαι ἐστενοχωρημένος, δυσκολεύομαι δι’ ἔλλειψιν χώρου, Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 582Β· μεταφορ., εἶμαι ἐν στενοχωρίᾳ, δυσκολεύομαι διά τι [[πρᾶγμα]], τινι Ἱππ. 27. 35. ΙΙ. μεταβ., πληρῶ, [[γεμίζω]], στενὸν ποιῶ, συμπυκνῶ, τοὺς ἀπαντῶντας Λουκ. Νιγρῖν. 13· τὰς πύλας, τὰς ὁδοὺς Χαρίτων 5. 3, κτλ. - Παθητ., μετὰ μέσ. μέλλ. (Θεμίστ. 310D), συμπυκνοῦμαι, [[συνέρχομαι]] στενῶς [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 1, 11, Διόδ. 20. 29· ἐν ταὐτῷ στ. Λουκ. Τόξ. 29· ἐστ. τὰ κολαστήρια Συνέσ. 147Α· ἐπὶ εἰκόνος, περιορίζομαι, Θεμίστ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) μεταφορ., [[πιέζω]] πολύ, τινα Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙϚ', 16)· - Παθ., συμπιέζομαι, στενοχωροῦμαι, [[αἰσθάνομαι]] στενοχωρίαν, ἐν τοῖς σπλάγχνοις Β' Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. Ϛ΄, 12· τῷ κακῷ Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 57· τῷ βίῳ Γρηγ. Νύσσ.
}}
{{elnl
|elnltext=στενοχωρέω [στενόχωρος] perf. med.-pass. ἐστενοχώρημαι act. met acc. in het nauw, in het gedrang brengen. τοὺς ἀπαντῶντας degenen die hem tegemoet kwamen Luc. 8.13. intrans. ( overdr. ) in het nauw raken, er niet meer uit komen. ἐπί τινι νοσέοντι bij een patiënt Hp. Praec. 8. med.-pass. in het nauw gebracht worden, opeengedrongen worden; θλιβόμενοι ἀλλ’ οὐ στενοχωρούμενοι terwijl we worden belaagd maar niet in het nauw zitten NT 2 Cor. 4.8; ook overdr.. ἡ καρδία ἡμῶν πεπλάτυνται · οὐ στενοχωρεῖσθε ἐν ἡμῖν, στενοχωρεῖσθε δὲ ἐν τοῖς σπλάγχνοις ὑμῶν ons hart staat voor u open: u wordt niet beperkt door ons, maar u wordt beperkt door uw eigen innerlijke bekrompenheid NT 2 Cor. 6.11.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj