3,277,226
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
mNo edit summary |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=στενοχωρέω [στενόχωρος] perf. med.-pass. ἐστενοχώρημαι act. met acc. in het nauw, in het gedrang brengen. τοὺς ἀπαντῶντας degenen die hem tegemoet kwamen Luc. 8.13. intrans. ( overdr. ) in het nauw raken, er niet meer uit komen. ἐπί τινι νοσέοντι bij een patiënt Hp. Praec. 8. med.-pass. in het nauw gebracht worden, opeengedrongen worden; θλιβόμενοι ἀλλ’ οὐ στενοχωρούμενοι terwijl we worden belaagd maar niet in het nauw zitten NT 2 Cor. 4.8; ook overdr.. ἡ καρδία ἡμῶν πεπλάτυνται · οὐ στενοχωρεῖσθε ἐν ἡμῖν, στενοχωρεῖσθε δὲ ἐν τοῖς σπλάγχνοις ὑμῶν ons hart staat voor u open: u wordt niet beperkt door ons, maar u wordt beperkt door uw eigen innerlijke bekrompenheid NT 2 Cor. 6.11. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 33: | Line 33: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στενοχωρέω''': εἶμαι ἐστενοχωρημένος, δυσκολεύομαι δι’ ἔλλειψιν χώρου, Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 582Β· μεταφορ., εἶμαι ἐν στενοχωρίᾳ, δυσκολεύομαι διά τι [[πρᾶγμα]], τινι Ἱππ. 27. 35. ΙΙ. μεταβ., πληρῶ, [[γεμίζω]], στενὸν ποιῶ, συμπυκνῶ, τοὺς ἀπαντῶντας Λουκ. Νιγρῖν. 13· τὰς πύλας, τὰς ὁδοὺς Χαρίτων 5. 3, κτλ. - Παθητ., μετὰ μέσ. μέλλ. (Θεμίστ. 310D), συμπυκνοῦμαι, [[συνέρχομαι]] στενῶς [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 1, 11, Διόδ. 20. 29· ἐν ταὐτῷ στ. Λουκ. Τόξ. 29· ἐστ. τὰ κολαστήρια Συνέσ. 147Α· ἐπὶ εἰκόνος, περιορίζομαι, Θεμίστ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) μεταφορ., [[πιέζω]] πολύ, τινα Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙϚ', 16)· - Παθ., συμπιέζομαι, στενοχωροῦμαι, [[αἰσθάνομαι]] στενοχωρίαν, ἐν τοῖς σπλάγχνοις Β' Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. Ϛ΄, 12· τῷ κακῷ Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 57· τῷ βίῳ Γρηγ. Νύσσ. | |lstext='''στενοχωρέω''': εἶμαι ἐστενοχωρημένος, δυσκολεύομαι δι’ ἔλλειψιν χώρου, Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 582Β· μεταφορ., εἶμαι ἐν στενοχωρίᾳ, δυσκολεύομαι διά τι [[πρᾶγμα]], τινι Ἱππ. 27. 35. ΙΙ. μεταβ., πληρῶ, [[γεμίζω]], στενὸν ποιῶ, συμπυκνῶ, τοὺς ἀπαντῶντας Λουκ. Νιγρῖν. 13· τὰς πύλας, τὰς ὁδοὺς Χαρίτων 5. 3, κτλ. - Παθητ., μετὰ μέσ. μέλλ. (Θεμίστ. 310D), συμπυκνοῦμαι, [[συνέρχομαι]] στενῶς [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 1, 11, Διόδ. 20. 29· ἐν ταὐτῷ στ. Λουκ. Τόξ. 29· ἐστ. τὰ κολαστήρια Συνέσ. 147Α· ἐπὶ εἰκόνος, περιορίζομαι, Θεμίστ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) μεταφορ., [[πιέζω]] πολύ, τινα Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙϚ', 16)· - Παθ., συμπιέζομαι, στενοχωροῦμαι, [[αἰσθάνομαι]] στενοχωρίαν, ἐν τοῖς σπλάγχνοις Β' Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. Ϛ΄, 12· τῷ κακῷ Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 57· τῷ βίῳ Γρηγ. Νύσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[στενοχωρῶ]], [[στενοχωρέω]], ΝΜΑ, και [[στεναχωρώ]], μέσ. και [[στενοχωριέμαι]] και [[στενοχωριούμαι]] και [[στεναχωριέμαι]] και [[στεναχωριούμαι]] Ν [[στενόχωρος]] / [[στενάχωρος]]]<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] κάποιον σε δύσκολη [[θέση]], του [[προξενώ]] [[στενοχώρια]], τον [[πικραίνω]] («μέ στενοχώρησε πολύ με τη [[συμπεριφορά]] του»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[στενοχωρούμαι]], [[στενοχωρέομαι]] α) [[θλίβομαι]], [[λυπάμαι]]<br />β) [[δυσανασχετώ]], [[δυσφορώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[στενοχωρημένος]], <i>στενοχωρημένη</i>, -<i>ο</i><br /><b>μτφ.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[δυσχέρεια]], που αντιμετωπίζει δυσκολίες και [[ιδίως]] οικονομικές («είμαστε πολύ στενοχωρημένοι [[φέτος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[έλλειψη]] χώρου, δεν έχω [[ευρυχωρία]]<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> συνωστίζω, [[στρυμώχνω]], [[στοιβάζω]] («στενοχωρεῖς τὰς πύλας», Χαρίτ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> βρίσκομαι σε [[αμηχανία]], δυσκολεύομαι («εἰς τὴν ἀκρίβειαν τῆς ἑρμηνείας στενοχωρεῖ ὁ [[λόγος]]», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> περιορίζομαι («ὁ Ευφράτης στενοχωρούμενος», Ισίδ. Χαρ.). | |||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |