Anonymous

συγκλείω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>ao.</i> συνέκλεισα, <i>pf.</i> συγκέκλεικα;<br />enfermer ensemble ; <i>d'où</i><br /><b>1</b> lier étroitement ensemble : [[τὰς]] ἀσπίδας XÉN joindre étroitement les boucliers les uns aux autres, <i>càd</i> former des rangs serrés ; <i>abs.</i> συγκλῄσαντες ἀπεχώρησαν THC ils se retirèrent en rangs serrés ; τὸ [[οὐ]] ξυγκλῃσθέν THC le vide (dans l'armée) ; <i>abs.</i> fermer le passage : ἡ [[πολεμία]] ξυνέκλῃε διὰ μέσου THC le territoire ennemi fermait la route (par laquelle il fallait passer);<br /><b>2</b> fermer, clore (les paupières, la bouche, <i>etc.</i>) acc. ; <i>fig.</i> συγκεκλῃμένη πέπλοις EUR enveloppée de voiles;<br /><b>3</b> enfermer, ceindre, cerner, acc. : σ. τὴν ἐκκλησίαν [[ἐς]] τὸν Κολωνόν THC serrer, entasser l'assemblée à Colonos ; enfermer, emprisonner : θεοὺς [[τῇ]] ὕλῃ PLUT les dieux dans la matière ; <i>Pass.</i> [[λίμνη]] συγκεκληϊμένη παντόθεν οὔρεσιν HDT lac enfermé de toutes parts par des montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κλείω]].
|btext=<i>ao.</i> συνέκλεισα, <i>pf.</i> συγκέκλεικα;<br />enfermer ensemble ; <i>d'où</i><br /><b>1</b> lier étroitement ensemble : [[τὰς]] ἀσπίδας XÉN joindre étroitement les boucliers les uns aux autres, <i>càd</i> former des rangs serrés ; <i>abs.</i> συγκλῄσαντες ἀπεχώρησαν THC ils se retirèrent en rangs serrés ; τὸ [[οὐ]] ξυγκλῃσθέν THC le vide (dans l'armée) ; <i>abs.</i> fermer le passage : ἡ [[πολεμία]] ξυνέκλῃε διὰ μέσου THC le territoire ennemi fermait la route (par laquelle il fallait passer);<br /><b>2</b> fermer, clore (les paupières, la bouche, <i>etc.</i>) acc. ; <i>fig.</i> συγκεκλῃμένη πέπλοις EUR enveloppée de voiles;<br /><b>3</b> enfermer, ceindre, cerner, acc. : σ. τὴν ἐκκλησίαν [[ἐς]] τὸν Κολωνόν THC serrer, entasser l'assemblée à Colonos ; enfermer, emprisonner : θεοὺς [[τῇ]] ὕλῃ PLUT les dieux dans la matière ; <i>Pass.</i> [[λίμνη]] συγκεκληϊμένη παντόθεν οὔρεσιν HDT lac enfermé de toutes parts par des montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κλείω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συγκλείω''': μέλλ. -κλείσω· Ἰων. -[[κληίω]], μέλλ. κληίσω· ἀρχ. Ἀττ. ξυγκλῄω, μέλλ. -[[κλῄσω]]· Ἐπικ. ἀόρ. συνεκλήισα Νόνν. Δ 18. 309. ― Παθ., ἀόρ. συνεκλείσθην, ἀρχ. Ἀττ. ξυνεκλῄσθην˙ πρκμ. συγκέκλειμαι Ἰσοκρ. 342D, ἀλλὰ -εισμαι Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 124, Διόδ. 15. 63, κτλ.˙ ἀρχ. Ἀττ. ξυγκέκλῃμαι, Ἰων. συγκεκλήιμαι (ἴδε κατωτ.). Κλείω [[ὁμοῦ]], [[περικλείω]], [[ἐγκλείω]], [[κλείω]] [[ἐντός]], [[κατακλείω]], Ἡρόδ. 4. 157., 7. 41˙ ξ. τὴν ἐκκλησίαν ἐς τὸ ἱερὸν Θουκ. 8. 67˙ πρὶν συγκλεῖσαι (ἐνν. ἰχθῦς τοῖς δικτύοις) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 14˙ αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ [[στῆθος]] ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 8˙ σ. τινὰς ἐντὸς τειχῶν Πολύβ. 1. 17, 8˙ εἰς πολιορκίαν ὁ αὐτ. 1. 8, 2˙ σ. θεοὺς ὕλῃ, [[περιλαμβάνω]] αὐτοὺς εἰς τὴν ὕλην, Πλούτ. 2. 426Β˙ [ἡ [[πολεμία]]] ξυνέκλῃε διὰ μέσου, ἀπέκλειε καὶ ἀπεχώριζεν αὐτούς, Θουκ. 5. 64. ― Παθ., [[λίμνη]] συγκεκληιμένη παντόθεν οὔρεσι Ἡρόδ. 7. 129˙ σ. εἰς στενὴν ἐντομὴν Διόδ. 1. 32˙ συγκεκλῃμένη πέπλοις, περικεκαλυμμένη, Εὐρ. Ἑκ. 487. 2) [[καθόλου]], ἐπὶ δυσχερειῶν, τινὰ εἰς ἢ πρὸς καιρὸν Πολύβ. 3. 63, 3., 11. 2, 10. ― Παθ., συγκλείεσθαι ὑπὸ καιρῶν, πραγμάτων ὁ αὐτ. 2. 60, 4., 11. 20 7˙ εἰς χαλεπόν... συγκεκλεισμένος βίον, περιωρισμένος, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 124. 3) [[ἐμπλέκω]] καὶ [[ἐξεγείρω]] εἰς μάχην, οἵ σε καὶ Ἑρμιόναν ἔριδι... ξυνέκλῃσαν Εὐρ. Ἀνδρ. 122˙ πρβλ. συνέηκε μάχεσθαι Ἰλ. Α. 8. ΙΙ. [[κλείω]] στενῶς, [[στόμα]] Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 292, Εὐρ. Ἱππ. 498˙ [[ὄμμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 430, Ἴων 241˙ τὰ βλέφαρα Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6˙ ξ. τὰς πύλας Θουκ. 4. 67, κτλ.˙τὰς θύρας Αἰσχίν. 11. 5˙ ἀπολ., σύγκλειε, κλεῖσον τὰς θύρας, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1096˙ οὕτω, σ. τὰ δικαστήρια, [[κλείω]] τὰ δικ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 1317˙ τὰ καπηλεῖα Λυσί. Ἀποσπ. 2. 5˙ σ. τοὺς ὀφθαλμοὺς Δημ. 1259. 13. ― Παθ., τὸ [[δεσμωτήριον]] συνεκέκλῃτο Ἀνδοκ. 7. 26˙ ἐπὶ διθύρου ὀστρακοδέρμου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 4. 2) [[ὥσπερ]] ἀμετάβ., ὥρας ἤδη συγκλειούσης, ὅτε ἡ ὥρα ἦτο πρὸς τὸ [[τέλος]] της, δηλ. ὅτε αἱ ἡμέραι ἐγίνοντο βραχύτεραι, Πολύβ. 17. 7, 3. ΙΙΙ. [[κλείω]] [[ὁμοῦ]], συνανοιγόντων καὶ συγκλειόντων Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 17. IV. σ. τὰς ἀσπίδας, συμπυκνῶ, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 3˙ [[ἐντεῦθεν]] ἀπολ., συμπυκνῶ, [[οἷον]] ὅτε [[στρατός]] τις συμπυκνοῖ τὰς τάξεις [[αὐτοῦ]], Θουκ. 4. 35˙ τὸ οὐ ξυγκλῃσθέν, τὸ [[μέρος]] τὸ ὁποῖον δὲν συνεπυκνώθη, ἔμεινε κενὸν ἢ ἀραιόν, ὁ αὐτ. 5. 72. 2) [[συνδέω]] στενῶς [[ὁμοῦ]], ἐν ἄρθροις συγκεκλῃμένον [[καλῶς]], συγκεκροτημένον, συμπαγές, Εὐρ. Βάκχ. 1301˙ σ. (δηλ. τὴν πόλιν) εἰς ταὐτὸν Πλάτ. Κριτί. 117Ε, πρβλ. Τίμ. 76Α, κτλ.˙ σ. τὴν ἀρχὴν τῶν ῥηθήσεσθαι μελλόντων τῇ τελευτῇ τῶν προειρημένων Ἰσοκρ. 238Α, πρβλ. 342D. ― Παθ., συγκλεισθήσεται ταῖς τε ἐπιγαμίαις καὶ ἐγκτήσεσι παρ’ ἀλλήλοις Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 19. Πρβλ. [[κλείω]].
|elnltext=συγ-κλείω, Att. ook ξυγκλῄω en συγκλῄω, Ion. συγκληΐω. omsluiten, insluiten, opsluiten:; ξυνέκλῃσαν τὴν ἐκκλησίαν ἐς τὸν Κολωνόν ze sloten de volksvergadering op in Colonus (d.w.z. ze belegden de volksvergadering in de beperkte ruimte in Colonus) Thuc. 8.67.2; pass..; συγκεκλῃμένη πάντοθεν ὑπερμήκεσι ὄρεσι aan alle kanten ingesloten door zeer hoge bergen Hdt. 7.129.1; συγκεκλῃμένη πέπλοις omsloten door (d.w.z. gehuld in) peploi (gezegd van Hecuba) Eur. Hec. 487; afsluiten, blokkeren, (de pas) afsnijden:. ξυνέκλῃε … διὰ μέσου (vijandelijk terrein) vormde een blokkade in het midden Thuc. 5.64.4. sluiten, dichtdoen:; θανούσης ὄμμα συγκλῄσει τὸ σόν hij zal jouw ogen sluiten als jij gestorven bent Eur. Hec. 430; ὄμμα σ. de (eigen) ogen sluiten (van iem. die huilt) Eur. Ion 241; abs.. σύγκλῃε doe (de deur) dicht! Aristoph. Ach. 1096. aaneensluiten, samenvoegen, verbinden: pass..; ἐν ἄρθροις συγκεκλῃμένον καλῶς netjes samengevoegd met ledemaat bij ledemaat Eur. Ba. 1300; pass..; εἰ … συγκλεισθήσονται ταῖς τε ἐπιγαμίαις καὶ ἐγκτήσεσι παρ’ ἀλλήλοις als ze zullen worden verbonden door onderlinge huwelijken en wederzijds grondbezit Xen. Hell. 5.2.19; οἵ σε καὶ Ἑρμιόναν ἔριδι στυγερᾷ συνέκλῃσαν... die u en Hermione hebben samengebracht in een hatelijke ruzie Eur. Andr. 122; milit..; σ. τὰς ἀσπίδας de schilden aaneensluiten Xen. Cyr. 7.1.33; pass..; κατὰ τὸ διάκενον καὶ οὐ ξυγκλῃσθέν ter hoogte van de lege tussenruimte waar de formatie niet gesloten was Thuc. 5.72.3; ook abs. zich aaneensluiten, samenkomen:; σ. εἰς ταὐτόν op hetzelfde punt samenkomen Plat. Criti. 117e; ook med..; Hp.; milit. de formatie sluiten, de gelederen sluiten.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκλείω:''' староатт. тж. [[ξυγκλῄω]], ион. [[συγκληΐω]] (aor. συνέκλεισα, pf. συγκέκλεικα; pass.: aor. συνεκλείσθην - староатт. ξυνεκλῄσθην, pf. συγκέκλειμαι и συγκέκλεισμαι - староатт. ξυγκέκλῃμαι, ион. συγκεκλήϊμαι)<br /><b class="num">1)</b> [[запирать]], [[затворять]] (πύλας Thuc.; θύρας Xen.): σύγκλειε! Arph. запри дверь!; οἱ πρὸς [[ἀργύριον]] συγκεκλεισμένοι Diod. заключенные за неуплату денег;<br /><b class="num">2)</b> [[закрывать]], [[смыкать]] (βλέφαρα ἐν τῷ ὕπνῳ Xen.; [[στόμα]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[смыкать]], [[соединять]] (τὰς ἀσπίδας Xen.): ξυγκλῄσαντες ἐχώρησαν Thuc. (лакедемоняне) сомкнутым строем отступили; τὸ [[διάκενον]] καὶ οὐ ξυγκλῃσθέν Thuc. незаполненный прорыв (в боевых порядках); συγκλεῖσαι τὴν ἀρχὴν τῇ τελευτῇ Isocr. связать начало с концом; συγκλεισθῆναι ταῖς ἐπιγαμίαις Xen. быть связанными посредством браков; ξ. τὴν ἐκκλησίαν ἐς τὸν Κολωνόν Thuc. созывать народное собрание в Колоне;<br /><b class="num">4)</b> [[окружать]], [[оцеплять]] (τοὺς πολεμίους Polyb.): σ. τὸ [[Ῥήγιον]] εἰς τὴν πολιορκίαν Polyb. держать Регий в осаде; συγκλεῖσαι [[πλῆθος]] ἰχθύων [[πολύ]] NT поймать множество рыбы;<br /><b class="num">5)</b> [[замыкать]], [[опоясывать]], [[окаймлять]], [[окружать]] (τὸν χῶρον ἐπ᾽ [[ἀμφότερα]] Her.; αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ [[στῆθος]] Arst.): συγκεκληϊμένος [[πάντοθεν]] οὔρεσιν Her. отовсюду окруженный горами;<br /><b class="num">6)</b> [[окутывать]] (ξυγκεκλῃμένη πέπλοις Eur.);<br /><b class="num">7)</b> [[перерезать]], [[отрезать]]: (ἡ [[πολεμία]]) ξυνέκλῃε διὰ μέσου Thuc. неприятельская территория посредине перерезала путь;<br /><b class="num">8)</b> [[сталкивать]], [[сшибать]]: σ. τινὰς ἔριδι στυγερᾷ Eur. посеять между кем-л. страшную ненависть;<br /><b class="num">9)</b> [[припирать]], [[загонять]], [[принуждать]]: σ. τινὰ εἰς φόρους Polyb. заставлять кого-л. платить дань; σ. πρὸς τὸν [[ἔσχατον]] [[καιρόν]] Polyb. доводить до крайности; συγκλείεσθαι ὑπὸ τῶν καιρῶν или πραγμάτων Polyb. быть вынуждаемым обстоятельствами; συγκλειούσης τῆς ὥρας Polyb. так как время не допускало промедления;<br /><b class="num">10)</b> [[обрекать]] (τινὰ εἰς ἀπείθειαν и τὰ πάντα ὑπὸ ἁμαρτίαν NT).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''συγκλείω:''' μέλ. <i>-κλείσω</i>· Ιων. <i>-κληΐω</i>, μέλ. <i>-κληΐσω</i>· αρχ. Αττ. ξυγ-[[κλῄω]], μέλ. -[[κλῄσω]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>συνεκλείσθην</i>, αρχ. Αττ. <i>θυνεκλῄσθην</i>, παρακ. <i>συγκέκλειμαι</i> ή <i>-εισμαι</i>, αρχ. Αττ. <i>ξυνκέκλῃμαι</i>, Ιων. <i>συνκεκλήϊμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κλείνω]] από κοινού, [[κλειδώνω]] μαζί, [[εγκλείω]], [[περικλείω]], [[συρράπτω]], [[εσωκλείω]], [[στενοχωρώ]], σε Ηρόδ.· <i>ἐς τόπον</i>, σε Θουκ.· <i>ξυνέκλῃε διὰ μέσου</i>, τους απέκλειε και τους αναχαίτιζε, στον ίδ. — Παθ., [[λίμνη]] συγκεκληϊμένη οὔρεσι, σε Ηρόδ.· <i>συγκεκλῃμένη</i>, περικαλυμμένη, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εμπλέκω]] και [[εξεγείρω]] σε [[μάχη]] όπως στις κονίστρες, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κλείνω]] ερμητικά, [[σφραγίζω]], [[ὄμμα]], σε Ευρ.· [[τὰς]] πύλας, σε Θουκ.· απόλ., <i>σύγκλειε</i>, κλείσε ερμητικά τις πόρτες, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[συγκλείω]] [[τὰς]] ἀσπίδας, [[συμπυκνώνω]] τις ασπίδες, δηλ. [[πυκνώνω]] την [[παράταξη]] μάχης, σε Ξεν.· απόλ., [[συμπτύσσω]] τις τάξεις του στρατεύματος, σε Θουκ. — Παθ., <i>τὸ οὐ ξυγκλῃσθέν</i>, [[τμήμα]] που δεν είχε συμπτυχθεί, λέγεται για [[χάσμα]] στην [[παράταξη]] μάχης, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., είμαι [[στενά]] συνδεδεμένος, σε Ευρ.
|lsmtext='''συγκλείω:''' μέλ. <i>-κλείσω</i>· Ιων. <i>-κληΐω</i>, μέλ. <i>-κληΐσω</i>· αρχ. Αττ. ξυγ-[[κλῄω]], μέλ. -[[κλῄσω]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>συνεκλείσθην</i>, αρχ. Αττ. <i>θυνεκλῄσθην</i>, παρακ. <i>συγκέκλειμαι</i> ή <i>-εισμαι</i>, αρχ. Αττ. <i>ξυνκέκλῃμαι</i>, Ιων. <i>συνκεκλήϊμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κλείνω]] από κοινού, [[κλειδώνω]] μαζί, [[εγκλείω]], [[περικλείω]], [[συρράπτω]], [[εσωκλείω]], [[στενοχωρώ]], σε Ηρόδ.· <i>ἐς τόπον</i>, σε Θουκ.· <i>ξυνέκλῃε διὰ μέσου</i>, τους απέκλειε και τους αναχαίτιζε, στον ίδ. — Παθ., [[λίμνη]] συγκεκληϊμένη οὔρεσι, σε Ηρόδ.· <i>συγκεκλῃμένη</i>, περικαλυμμένη, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εμπλέκω]] και [[εξεγείρω]] σε [[μάχη]] όπως στις κονίστρες, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κλείνω]] ερμητικά, [[σφραγίζω]], [[ὄμμα]], σε Ευρ.· [[τὰς]] πύλας, σε Θουκ.· απόλ., <i>σύγκλειε</i>, κλείσε ερμητικά τις πόρτες, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[συγκλείω]] [[τὰς]] ἀσπίδας, [[συμπυκνώνω]] τις ασπίδες, δηλ. [[πυκνώνω]] την [[παράταξη]] μάχης, σε Ξεν.· απόλ., [[συμπτύσσω]] τις τάξεις του στρατεύματος, σε Θουκ. — Παθ., <i>τὸ οὐ ξυγκλῃσθέν</i>, [[τμήμα]] που δεν είχε συμπτυχθεί, λέγεται για [[χάσμα]] στην [[παράταξη]] μάχης, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., είμαι [[στενά]] συνδεδεμένος, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγκλείω:''' староатт. тж. [[ξυγκλῄω]], ион. [[συγκληΐω]] (aor. συνέκλεισα, pf. συγκέκλεικα; pass.: aor. συνεκλείσθην - староатт. ξυνεκλῄσθην, pf. συγκέκλειμαι и συγκέκλεισμαι - староатт. ξυγκέκλῃμαι, ион. συγκεκλήϊμαι)<br /><b class="num">1)</b> [[запирать]], [[затворять]] (πύλας Thuc.; θύρας Xen.): σύγκλειε! Arph. запри дверь!; οἱ πρὸς [[ἀργύριον]] συγκεκλεισμένοι Diod. заключенные за неуплату денег;<br /><b class="num">2)</b> [[закрывать]], [[смыкать]] (βλέφαρα ἐν τῷ ὕπνῳ Xen.; [[στόμα]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[смыкать]], [[соединять]] (τὰς ἀσπίδας Xen.): ξυγκλῄσαντες ἐχώρησαν Thuc. (лакедемоняне) сомкнутым строем отступили; τὸ [[διάκενον]] καὶ οὐ ξυγκλῃσθέν Thuc. незаполненный прорыв (в боевых порядках); συγκλεῖσαι τὴν ἀρχὴν τῇ τελευτῇ Isocr. связать начало с концом; συγκλεισθῆναι ταῖς ἐπιγαμίαις Xen. быть связанными посредством браков; ξ. τὴν ἐκκλησίαν ἐς τὸν Κολωνόν Thuc. созывать народное собрание в Колоне;<br /><b class="num">4)</b> [[окружать]], [[оцеплять]] (τοὺς πολεμίους Polyb.): σ. τὸ [[Ῥήγιον]] εἰς τὴν πολιορκίαν Polyb. держать Регий в осаде; συγκλεῖσαι [[πλῆθος]] ἰχθύων [[πολύ]] NT поймать множество рыбы;<br /><b class="num">5)</b> [[замыкать]], [[опоясывать]], [[окаймлять]], [[окружать]] (τὸν χῶρον ἐπ᾽ [[ἀμφότερα]] Her.; αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ [[στῆθος]] Arst.): συγκεκληϊμένος [[πάντοθεν]] οὔρεσιν Her. отовсюду окруженный горами;<br /><b class="num">6)</b> [[окутывать]] (ξυγκεκλῃμένη πέπλοις Eur.);<br /><b class="num">7)</b> [[перерезать]], [[отрезать]]: (ἡ [[πολεμία]]) ξυνέκλῃε διὰ μέσου Thuc. неприятельская территория посредине перерезала путь;<br /><b class="num">8)</b> [[сталкивать]], [[сшибать]]: σ. τινὰς ἔριδι στυγερᾷ Eur. посеять между кем-л. страшную ненависть;<br /><b class="num">9)</b> [[припирать]], [[загонять]], [[принуждать]]: σ. τινὰ εἰς φόρους Polyb. заставлять кого-л. платить дань; σ. πρὸς τὸν [[ἔσχατον]] [[καιρόν]] Polyb. доводить до крайности; συγκλείεσθαι ὑπὸ τῶν καιρῶν или πραγμάτων Polyb. быть вынуждаемым обстоятельствами; συγκλειούσης τῆς ὥρας Polyb. так как время не допускало промедления;<br /><b class="num">10)</b> [[обрекать]] (τινὰ εἰς ἀπείθειαν и τὰ πάντα ὑπὸ ἁμαρτίαν NT).
|lstext='''συγκλείω''': μέλλ. -κλείσω· Ἰων. -[[κληίω]], μέλλ. κληίσω· ἀρχ. Ἀττ. ξυγκλῄω, μέλλ. -[[κλῄσω]]· Ἐπικ. ἀόρ. συνεκλήισα Νόνν. Δ 18. 309. ― Παθ., ἀόρ. συνεκλείσθην, ἀρχ. Ἀττ. ξυνεκλῄσθην˙ πρκμ. συγκέκλειμαι Ἰσοκρ. 342D, ἀλλὰ -εισμαι Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 124, Διόδ. 15. 63, κτλ.˙ ἀρχ. Ἀττ. ξυγκέκλῃμαι, Ἰων. συγκεκλήιμαι (ἴδε κατωτ.). Κλείω [[ὁμοῦ]], [[περικλείω]], [[ἐγκλείω]], [[κλείω]] [[ἐντός]], [[κατακλείω]], Ἡρόδ. 4. 157., 7. 41˙ ξ. τὴν ἐκκλησίαν ἐς τὸ ἱερὸν Θουκ. 8. 67˙ πρὶν συγκλεῖσαι (ἐνν. ἰχθῦς τοῖς δικτύοις) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 14˙ αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ [[στῆθος]] ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 8˙ σ. τινὰς ἐντὸς τειχῶν Πολύβ. 1. 17, 8˙ εἰς πολιορκίαν ὁ αὐτ. 1. 8, 2˙ σ. θεοὺς ὕλῃ, [[περιλαμβάνω]] αὐτοὺς εἰς τὴν ὕλην, Πλούτ. 2. 426Β˙ [ἡ [[πολεμία]]] ξυνέκλῃε διὰ μέσου, ἀπέκλειε καὶ ἀπεχώριζεν αὐτούς, Θουκ. 5. 64. ― Παθ., [[λίμνη]] συγκεκληιμένη παντόθεν οὔρεσι Ἡρόδ. 7. 129˙ σ. εἰς στενὴν ἐντομὴν Διόδ. 1. 32˙ συγκεκλῃμένη πέπλοις, περικεκαλυμμένη, Εὐρ. Ἑκ. 487. 2) [[καθόλου]], ἐπὶ δυσχερειῶν, τινὰ εἰς ἢ πρὸς καιρὸν Πολύβ. 3. 63, 3., 11. 2, 10. ― Παθ., συγκλείεσθαι ὑπὸ καιρῶν, πραγμάτων ὁ αὐτ. 2. 60, 4., 11. 20 7˙ εἰς χαλεπόν... συγκεκλεισμένος βίον, περιωρισμένος, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 124. 3) [[ἐμπλέκω]] καὶ [[ἐξεγείρω]] εἰς μάχην, οἵ σε καὶ Ἑρμιόναν ἔριδι... ξυνέκλῃσαν Εὐρ. Ἀνδρ. 122˙ πρβλ. συνέηκε μάχεσθαι Ἰλ. Α. 8. ΙΙ. [[κλείω]] στενῶς, [[στόμα]] Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 292, Εὐρ. Ἱππ. 498˙ [[ὄμμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 430, Ἴων 241˙ τὰ βλέφαρα Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6˙ ξ. τὰς πύλας Θουκ. 4. 67, κτλ.˙τὰς θύρας Αἰσχίν. 11. 5˙ ἀπολ., σύγκλειε, κλεῖσον τὰς θύρας, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1096˙ οὕτω, σ. τὰ δικαστήρια, [[κλείω]] τὰ δικ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 1317˙ τὰ καπηλεῖα Λυσί. Ἀποσπ. 2. 5˙ σ. τοὺς ὀφθαλμοὺς Δημ. 1259. 13. ― Παθ., τὸ [[δεσμωτήριον]] συνεκέκλῃτο Ἀνδοκ. 7. 26˙ ἐπὶ διθύρου ὀστρακοδέρμου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 4. 2) [[ὥσπερ]] ἀμετάβ., ὥρας ἤδη συγκλειούσης, ὅτε ἡ ὥρα ἦτο πρὸς τὸ [[τέλος]] της, δηλ. ὅτε αἱ ἡμέραι ἐγίνοντο βραχύτεραι, Πολύβ. 17. 7, 3. ΙΙΙ. [[κλείω]] [[ὁμοῦ]], συνανοιγόντων καὶ συγκλειόντων Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 17. IV. σ. τὰς ἀσπίδας, συμπυκνῶ, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 3˙ [[ἐντεῦθεν]] ἀπολ., συμπυκνῶ, [[οἷον]] ὅτε [[στρατός]] τις συμπυκνοῖ τὰς τάξεις [[αὐτοῦ]], Θουκ. 4. 35˙ τὸ οὐ ξυγκλῃσθέν, τὸ [[μέρος]] τὸ ὁποῖον δὲν συνεπυκνώθη, ἔμεινε κενὸν ἢ ἀραιόν, ὁ αὐτ. 5. 72. 2) [[συνδέω]] στενῶς [[ὁμοῦ]], ἐν ἄρθροις συγκεκλῃμένον [[καλῶς]], συγκεκροτημένον, συμπαγές, Εὐρ. Βάκχ. 1301˙ σ. (δηλ. τὴν πόλιν) εἰς ταὐτὸν Πλάτ. Κριτί. 117Ε, πρβλ. Τίμ. 76Α, κτλ.˙ σ. τὴν ἀρχὴν τῶν ῥηθήσεσθαι μελλόντων τῇ τελευτῇ τῶν προειρημένων Ἰσοκρ. 238Α, πρβλ. 342D. ― Παθ., συγκλεισθήσεται ταῖς τε ἐπιγαμίαις καὶ ἐγκτήσεσι παρ’ ἀλλήλοις Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 19. Πρβλ. [[κλείω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-κλείω, Att. ook ξυγκλῄω en συγκλῄω, Ion. συγκληΐω. omsluiten, insluiten, opsluiten:; ξυνέκλῃσαν τὴν ἐκκλησίαν ἐς τὸν Κολωνόν ze sloten de volksvergadering op in Colonus (d.w.z. ze belegden de volksvergadering in de beperkte ruimte in Colonus) Thuc. 8.67.2; pass..; συγκεκλῃμένη πάντοθεν ὑπερμήκεσι ὄρεσι aan alle kanten ingesloten door zeer hoge bergen Hdt. 7.129.1; συγκεκλῃμένη πέπλοις omsloten door (d.w.z. gehuld in) peploi (gezegd van Hecuba) Eur. Hec. 487; afsluiten, blokkeren, (de pas) afsnijden:. ξυνέκλῃε … διὰ μέσου (vijandelijk terrein) vormde een blokkade in het midden Thuc. 5.64.4. sluiten, dichtdoen:; θανούσης ὄμμα συγκλῄσει τὸ σόν hij zal jouw ogen sluiten als jij gestorven bent Eur. Hec. 430; ὄμμα σ. de (eigen) ogen sluiten (van iem. die huilt) Eur. Ion 241; abs.. σύγκλῃε doe (de deur) dicht! Aristoph. Ach. 1096. aaneensluiten, samenvoegen, verbinden: pass..; ἐν ἄρθροις συγκεκλῃμένον καλῶς netjes samengevoegd met ledemaat bij ledemaat Eur. Ba. 1300; pass..; εἰ … συγκλεισθήσονται ταῖς τε ἐπιγαμίαις καὶ ἐγκτήσεσι παρ’ ἀλλήλοις als ze zullen worden verbonden door onderlinge huwelijken en wederzijds grondbezit Xen. Hell. 5.2.19; οἵ σε καὶ Ἑρμιόναν ἔριδι στυγερᾷ συνέκλῃσαν... die u en Hermione hebben samengebracht in een hatelijke ruzie Eur. Andr. 122; milit..; σ. τὰς ἀσπίδας de schilden aaneensluiten Xen. Cyr. 7.1.33; pass..; κατὰ τὸ διάκενον καὶ οὐ ξυγκλῃσθέν ter hoogte van de lege tussenruimte waar de formatie niet gesloten was Thuc. 5.72.3; ook abs. zich aaneensluiten, samenkomen:; σ. εἰς ταὐτόν op hetzelfde punt samenkomen Plat. Criti. 117e; ook med..; Hp.; milit. de formatie sluiten, de gelederen sluiten.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj