Anonymous

συγκλείω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και ιων. τ. συγκληΐω και αττ. τ. ξυγκλῄω Α [[κλείω]] / [[κλῄω]]<br />[[κλείνω]] [[μαζί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κλείνω]] [[μέσα]], [[περικλείω]] («αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ [[στήθος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περιλαμβάνω]] («συγκλείειν θεούς τῇ ὕλη», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αποκλείω]], [[φράζω]] («[ἡ [[πολεμία]]] ξυνέκληε διά μέσου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[ενδυμασία]], πέπλα <b>κ.λπ.</b>) [[σκεπάζω]] από όλες τις μεριές («κεῑται ξυγκεκλη<br />μένη πέπλοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[εμπλέκω]] (α. «εἰς παραπλήσιον γὰρ αὐτοὺς ἀγῶνα καὶ καιρὸν τὴν τύχην συγκεκλεικέναι», <b>Πολ.</b><br />β. «εἰς χαλεπὸν... συγκεκλεισμένος βίον», Μέν.)<br /><b>6.</b> [[ενεργώ]] ώστε να εμπλακεί [[κάποιος]] σε [[φιλονικία]] και [[έχθρα]]<br /><b>7.</b> [[κλείνω]] κάμπτοντας τα [[άκρα]] ενός αντικειμένου<br /><b>8.</b> [[κλείνω]] [[σφιχτά]] (α. «ὦ δεινὰ λέξασ', οὐχὶ συγκλήσεις [[στόμα]];», <b>Ευρ.</b><br />β. «τοὺς δ' ὀφθαλμοὺς συγκλεῖσαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>9.</b> ([[απλώς]]) [[κλείνω]] («πρὶν ξυγκλησθῆναι [[πάλιν]] τὰς πύλας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>10.</b> (για [[τραύμα]]) [[επουλώνω]]<br /><b>11.</b> [[πλησιάζω]] [[προς]] το [[τέρμα]], [[κοντεύω]] να τελειώσω («ὥρας ἤδη συγκλειούσης», <b>Πολ.</b>)<br /><b>12.</b> [[συμπυκνώνω]] («ξυγκλῄσαντες ἀνεχώρησαν εἰς τὸ ἔσχατον [[ἔρυμα]] τῆς νήσου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>13.</b> [[ενώνω]] [[στενά]] [[μαζί]]<br /><b>14.</b> [[τελειώνω]] («συγκλείειν τὸν λόγον», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>15.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ συγκλείων</i><br />ο [[σιδηρουργός]]<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> «[[συγκλείω]] τὰς ἀσπίδας» — [[πυκνώνω]] την [[παράταξη]].
|mltxt=ΝΜΑ, και ιων. τ. συγκληΐω και αττ. τ. ξυγκλῄω Α [[κλείω]] / [[κλῄω]]<br />[[κλείνω]] [[μαζί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κλείνω]] [[μέσα]], [[περικλείω]] («αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ [[στήθος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περιλαμβάνω]] («συγκλείειν θεούς τῇ ὕλη», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αποκλείω]], [[φράζω]] («[ἡ [[πολεμία]]] ξυνέκληε διά μέσου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[ενδυμασία]], πέπλα <b>κ.λπ.</b>) [[σκεπάζω]] από όλες τις μεριές («κεῖται ξυγκεκλη<br />μένη πέπλοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[εμπλέκω]] (α. «εἰς παραπλήσιον γὰρ αὐτοὺς ἀγῶνα καὶ καιρὸν τὴν τύχην συγκεκλεικέναι», <b>Πολ.</b><br />β. «εἰς χαλεπὸν... συγκεκλεισμένος βίον», Μέν.)<br /><b>6.</b> [[ενεργώ]] ώστε να εμπλακεί [[κάποιος]] σε [[φιλονικία]] και [[έχθρα]]<br /><b>7.</b> [[κλείνω]] κάμπτοντας τα [[άκρα]] ενός αντικειμένου<br /><b>8.</b> [[κλείνω]] [[σφιχτά]] (α. «ὦ δεινὰ λέξασ', οὐχὶ συγκλήσεις [[στόμα]];», <b>Ευρ.</b><br />β. «τοὺς δ' ὀφθαλμοὺς συγκλεῖσαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>9.</b> ([[απλώς]]) [[κλείνω]] («πρὶν ξυγκλησθῆναι [[πάλιν]] τὰς πύλας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>10.</b> (για [[τραύμα]]) [[επουλώνω]]<br /><b>11.</b> [[πλησιάζω]] [[προς]] το [[τέρμα]], [[κοντεύω]] να τελειώσω («ὥρας ἤδη συγκλειούσης», <b>Πολ.</b>)<br /><b>12.</b> [[συμπυκνώνω]] («ξυγκλῄσαντες ἀνεχώρησαν εἰς τὸ ἔσχατον [[ἔρυμα]] τῆς νήσου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>13.</b> [[ενώνω]] [[στενά]] [[μαζί]]<br /><b>14.</b> [[τελειώνω]] («συγκλείειν τὸν λόγον», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>15.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ συγκλείων</i><br />ο [[σιδηρουργός]]<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> «[[συγκλείω]] τὰς ἀσπίδας» — [[πυκνώνω]] την [[παράταξη]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm