Anonymous

σμύρνα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ης (ἡ) :<br />myrrhe, gomme du myrte d'Arabie, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' ion. et éol. c. [[μύρρα]].
|btext=ης (ἡ) :<br />myrrhe, gomme du myrte d'Arabie, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' ion. et éol. c. [[μύρρα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σμύρνα''': Ἰων. σμύρνη, ἡ, ὡς τὸ [[μύρρα]], τὸ ῥητινῶδες [[κόμμι]] Ἀραβικοῦ τινος δένδρου ([[ἴσως]] εἴδους ἀκακίας) οὗ ἐποιοῦντο χρῆσιν εἰς τὴν ταρίχευσιν τῶν νεκρῶν, Ἡρόδ. 2. 40, 73, 86· καλεῖται σμύρνης ἱδρὼς παρ’ Εὐρ. ἐν Ἴωνι 1175· ἐκαίετο καὶ ὡς [[θυμίαμα]], βωμὸς ἀτμίζων πυρὶ σμύρνης σταλαγμοὺς Σοφ. Ἀποσπ. 340· ὑποθυμιῆν σμ. Ἱππ. 565. 16· ἐχρησίμευεν εἰς χρῖσιν ἢ ἀλοιφήν, σμύρνῃ [[κατάλειπτος]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 1332· ὡς ἀλοιφὴ ἑλκῶν, σμύρνῃσι ἰώμενοι τᾲ ἕλκεα Ἡρόδ. 7. 181· πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 1, 2., 9. 4, 3, 10, Διοσκ. 1. 77. (Ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] θὰ ἦτο [[μύρρα]], ἐκ τοῦ Φοινικικοῦ morâh· πρβλ. [[κιννάμωμον]]).
|elnltext=σμύρνα -ης, ἡ, Ion. σμύρνη mirre (Arabische lekker ruikende gomhars gebruikt als zalf of wierook):. σμύρνῃ κατάλειπτος helemaal ingesmeerd met mirre Aristoph. Eq. 1332.
}}
{{elru
|elrutext='''σμύρνα:''' ион. [[σμύρνη]] ἡ (= [[μύρρα]]) смирна или мирра (ароматическая камедь аравийского мирта) Her., Eur., Arph.
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''σμύρνα:''' Ιων. σμύρνη, <i>ἡ</i>, όπως το [[μύρρα]], [[μύρο]], ρητινώδες [[κόμμι]] που προέρχεται από αραβικό δέντρο· χρησιμοποιείτο στην [[ταρίχευση]] των [[νεκρών]], σε Ηρόδ.· ονομάστηκε σμύρνης [[ἱδρώς]] από τον Ευρ.· χρησιμοποιείτο επίσης ως [[αλοιφή]], σε Αριστοφ.· και ως φαρμακευτικό [[σκεύασμα]], σε Ηρόδ. (ξέν. [[λέξη]]).
|lsmtext='''σμύρνα:''' Ιων. σμύρνη, <i>ἡ</i>, όπως το [[μύρρα]], [[μύρο]], ρητινώδες [[κόμμι]] που προέρχεται από αραβικό δέντρο· χρησιμοποιείτο στην [[ταρίχευση]] των [[νεκρών]], σε Ηρόδ.· ονομάστηκε σμύρνης [[ἱδρώς]] από τον Ευρ.· χρησιμοποιείτο επίσης ως [[αλοιφή]], σε Αριστοφ.· και ως φαρμακευτικό [[σκεύασμα]], σε Ηρόδ. (ξέν. [[λέξη]]).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σμύρνα:''' ион. [[σμύρνη]] (= [[μύρρα]]) смирна или мирра (ароматическая камедь аравийского мирта) Her., Eur., Arph.
|lstext='''σμύρνα''': Ἰων. σμύρνη, ἡ, ὡς τὸ [[μύρρα]], τὸ ῥητινῶδες [[κόμμι]] Ἀραβικοῦ τινος δένδρου ([[ἴσως]] εἴδους ἀκακίας) οὗ ἐποιοῦντο χρῆσιν εἰς τὴν ταρίχευσιν τῶν νεκρῶν, Ἡρόδ. 2. 40, 73, 86· καλεῖται σμύρνης ἱδρὼς παρ’ Εὐρ. ἐν Ἴωνι 1175· ἐκαίετο καὶ ὡς [[θυμίαμα]], βωμὸς ἀτμίζων πυρὶ σμύρνης σταλαγμοὺς Σοφ. Ἀποσπ. 340· ὑποθυμιῆν σμ. Ἱππ. 565. 16· ἐχρησίμευεν εἰς χρῖσιν ἢ ἀλοιφήν, σμύρνῃ [[κατάλειπτος]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 1332· ὡς ἀλοιφὴ ἑλκῶν, σμύρνῃσι ἰώμενοι τᾲ ἕλκεα Ἡρόδ. 7. 181· πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 1, 2., 9. 4, 3, 10, Διοσκ. 1. 77. (Ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] θὰ ἦτο [[μύρρα]], ἐκ τοῦ Φοινικικοῦ morâh· πρβλ. [[κιννάμωμον]]).
}}
{{elnl
|elnltext=σμύρνα -ης, , Ion. σμύρνη mirre (Arabische lekker ruikende gomhars gebruikt als zalf of wierook):. σμύρνῃ κατάλειπτος helemaal ingesmeerd met mirre Aristoph. Eq. 1332.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj