3,274,873
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />myrrhe, gomme du myrte d'Arabie, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' ion. et éol. c. [[μύρρα]]. | |btext=ης (ἡ) :<br />myrrhe, gomme du myrte d'Arabie, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' ion. et éol. c. [[μύρρα]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σμύρνα -ης, ἡ, Ion. σμύρνη mirre (Arabische lekker ruikende gomhars gebruikt als zalf of wierook):. σμύρνῃ κατάλειπτος helemaal ingesmeerd met mirre Aristoph. Eq. 1332. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σμύρνα:''' ион. [[σμύρνη]] ἡ (= [[μύρρα]]) смирна или мирра (ароматическая камедь аравийского мирта) Her., Eur., Arph. | |||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 34: | Line 37: | ||
|lsmtext='''σμύρνα:''' Ιων. σμύρνη, <i>ἡ</i>, όπως το [[μύρρα]], [[μύρο]], ρητινώδες [[κόμμι]] που προέρχεται από αραβικό δέντρο· χρησιμοποιείτο στην [[ταρίχευση]] των [[νεκρών]], σε Ηρόδ.· ονομάστηκε σμύρνης [[ἱδρώς]] από τον Ευρ.· χρησιμοποιείτο επίσης ως [[αλοιφή]], σε Αριστοφ.· και ως φαρμακευτικό [[σκεύασμα]], σε Ηρόδ. (ξέν. [[λέξη]]). | |lsmtext='''σμύρνα:''' Ιων. σμύρνη, <i>ἡ</i>, όπως το [[μύρρα]], [[μύρο]], ρητινώδες [[κόμμι]] που προέρχεται από αραβικό δέντρο· χρησιμοποιείτο στην [[ταρίχευση]] των [[νεκρών]], σε Ηρόδ.· ονομάστηκε σμύρνης [[ἱδρώς]] από τον Ευρ.· χρησιμοποιείτο επίσης ως [[αλοιφή]], σε Αριστοφ.· και ως φαρμακευτικό [[σκεύασμα]], σε Ηρόδ. (ξέν. [[λέξη]]). | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σμύρνα''': Ἰων. σμύρνη, ἡ, ὡς τὸ [[μύρρα]], τὸ ῥητινῶδες [[κόμμι]] Ἀραβικοῦ τινος δένδρου ([[ἴσως]] εἴδους ἀκακίας) οὗ ἐποιοῦντο χρῆσιν εἰς τὴν ταρίχευσιν τῶν νεκρῶν, Ἡρόδ. 2. 40, 73, 86· καλεῖται σμύρνης ἱδρὼς παρ’ Εὐρ. ἐν Ἴωνι 1175· ἐκαίετο καὶ ὡς [[θυμίαμα]], βωμὸς ἀτμίζων πυρὶ σμύρνης σταλαγμοὺς Σοφ. Ἀποσπ. 340· ὑποθυμιῆν σμ. Ἱππ. 565. 16· ἐχρησίμευεν εἰς χρῖσιν ἢ ἀλοιφήν, σμύρνῃ [[κατάλειπτος]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 1332· ὡς ἀλοιφὴ ἑλκῶν, σμύρνῃσι ἰώμενοι τᾲ ἕλκεα Ἡρόδ. 7. 181· πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 1, 2., 9. 4, 3, 10, Διοσκ. 1. 77. (Ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] θὰ ἦτο [[μύρρα]], ἐκ τοῦ Φοινικικοῦ morâh· πρβλ. [[κιννάμωμον]]). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |