Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τρῦχος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> haillon, loque;<br /><b>2</b> τὰ τρύχη vêtement de deuil.<br />'''Étymologie:''' [[τρύχω]].
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> haillon, loque;<br /><b>2</b> τὰ τρύχη vêtement de deuil.<br />'''Étymologie:''' [[τρύχω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τρῦχος''': -εος, τό, [[ἱμάτιον]] τετριμμένον καὶ ῥακῶδες, [[ῥάκος]], τρύχει καλυφθεὶς Θεσσαλῆς ἁπληγίδος Σοφ. Ἀποσπ. 843· τρύχει πέπλων Εὐρ. Ἠλ. 501· - ἐν τῷ πληθ., ῥάκη, [[αὐτόθι]] 184, Φοίν. 325, Ἀριστοφ. Ἀχ. 418. ΙΙ. [[σχίσμα]], [[ῥῆγμα]], δι’ ἱματίων... [[οἷον]] τρ. ἐποίησεν Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1, 11. [Οἱ παλαιοὶ γραμμ. γράφουσι τρύχος, ὡς εἰ τὸ υ ἦν βραχύ· ἀλλ’ οἱ ποιηταὶ ἔχουσι [[πανταχοῦ]] ῡ, ὡς ἀπαιτεῖ ἡ [[ἐτυμολογία]] ἐκ τοῦ [[τρύχω]]].
|elnltext=τρῦχος -ους, zonder contr. -εος, τό [τρύχω] lap, flard.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῦχος:''' [[varia lectio|v.l.]] τρύχος, εος τό тж. pl. лохмотья, рубище Soph., Eur., Arst., Anth.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''τρῦχος:''' -εος, τό ([[τρύω]]), φθαρμένο [[ιμάτιο]], [[ράκος]], παλιό [[ρούχο]], σε Ευρ.· στον πληθ., ράκη, στον ίδ.
|lsmtext='''τρῦχος:''' -εος, τό ([[τρύω]]), φθαρμένο [[ιμάτιο]], [[ράκος]], παλιό [[ρούχο]], σε Ευρ.· στον πληθ., ράκη, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρῦχος:''' [[varia lectio|v.l.]] τρύχος, εος τό тж. pl. лохмотья, рубище Soph., Eur., Arst., Anth.
|lstext='''τρῦχος''': -εος, τό, [[ἱμάτιον]] τετριμμένον καὶ ῥακῶδες, [[ῥάκος]], τρύχει καλυφθεὶς Θεσσαλῆς ἁπληγίδος Σοφ. Ἀποσπ. 843· τρύχει πέπλων Εὐρ. Ἠλ. 501· - ἐν τῷ πληθ., ῥάκη, [[αὐτόθι]] 184, Φοίν. 325, Ἀριστοφ. Ἀχ. 418. ΙΙ. [[σχίσμα]], [[ῥῆγμα]], δι’ ἱματίων... [[οἷον]] τρ. ἐποίησεν Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1, 11. [Οἱ παλαιοὶ γραμμ. γράφουσι τρύχος, ὡς εἰ τὸ υ ἦν βραχύ· ἀλλ’ οἱ ποιηταὶ ἔχουσι [[πανταχοῦ]] , ὡς ἀπαιτεῖ ἡ [[ἐτυμολογία]] ἐκ τοῦ [[τρύχω]]].
}}
{{elnl
|elnltext=τρῦχος -ους, zonder contr. -εος, τό [τρύχω] lap, flard.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τρῦχος]], ος, εος, τό, [[τρύω]]<br />a [[worn]] out [[garment]], a rag, [[shred]], Eur.;—in pl. rags, [[tatters]], Eur.
|mdlsjtxt=[[τρῦχος]], ος, εος, τό, [[τρύω]]<br />a [[worn]] out [[garment]], a rag, [[shred]], Eur.;—in pl. rags, [[tatters]], Eur.
}}
}}