Anonymous

καταγιγνώσκω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> καταγνώσομαι, <i>ao.2</i> κατέγνων, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> remarquer, se rendre compte;<br /><b>II.</b> avoir <i>ou</i> se faire une opinion, porter un jugement : τινος [[ὅτι]] <i>ou</i> [[ὡς]] penser de qqn que ; κ. [[ἑαυτοῦ]] μὴ ἂν καρτερῆσαι XÉN juger qu’on ne serait pas de force ; [[ἑαυτοῦ]] μὴ περιέσεσθαι THC juger qu’on ne pourra pas réussir ; τινα [[ὄντα]], τινα πράττοντα juger qu’on est…, qu’on fait… ; <i>en mauv. part</i> :<br /><b>1</b> accuser, blâmer : τινός [[τι]], [[τι]] [[κατά]] τινος, τινός τινος accuser qqn de qch;<br /><b>2</b> condamner : τινος θάνατον LYS, θάνατον [[κατά]] τινος prononcer la peine de mort contre qqn ; τινος θάνατον μηδισμοῦ ISOCR condamner qqn à mort pour crime de médisme ; τινα φόνου LYS condamner qqn pour meurtre ; <i>abs.</i> décider un procès.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[γιγνώσκω]].
|btext=<i>f.</i> καταγνώσομαι, <i>ao.2</i> κατέγνων, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> remarquer, se rendre compte;<br /><b>II.</b> avoir <i>ou</i> se faire une opinion, porter un jugement : τινος [[ὅτι]] <i>ou</i> [[ὡς]] penser de qqn que ; κ. [[ἑαυτοῦ]] μὴ ἂν καρτερῆσαι XÉN juger qu’on ne serait pas de force ; [[ἑαυτοῦ]] μὴ περιέσεσθαι THC juger qu’on ne pourra pas réussir ; τινα [[ὄντα]], τινα πράττοντα juger qu’on est…, qu’on fait… ; <i>en mauv. part</i> :<br /><b>1</b> accuser, blâmer : τινός [[τι]], [[τι]] [[κατά]] τινος, τινός τινος accuser qqn de qch;<br /><b>2</b> condamner : τινος θάνατον LYS, θάνατον [[κατά]] τινος prononcer la peine de mort contre qqn ; τινος θάνατον μηδισμοῦ ISOCR condamner qqn à mort pour crime de médisme ; τινα φόνου LYS condamner qqn pour meurtre ; <i>abs.</i> décider un procès.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[γιγνώσκω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-γιγνώσκω, Ion. en later καταγινώσκω opmerken, bespeuren, meestal ongunstig:; καταγνοὺς τοῦ γέροντος τοὺς τρόπους het karakter van de oude man doorkrijgend Aristoph. Eq. 46; οὐδὲν ἀγεννὲς ὑμῶν καταγιγνώσκω ik bespeur in u niets onbehoorlijks Dem. 21.152; iets van iem. denken, met gen. en ὅτι of ὡς:; ἐμοῦ κατέγνωκας ὅτι εἰμὶ ἥττων τῶν καλῶν je hebt gemerkt dat ik niet tegen fraaie knapen bestand ben Plat. Men. 76c; οὐ γὰρ ἂν καταγνοίην ὑμῶν οὐδενὸς ὡς ik kan onmogelijk denken dat iemand van u... Dem. 21.4; met gen. en inf.:; κ. ἑαυτοῦ μὴ περιέσεσθαι van zichzelf denken niet te zullen slagen Thuc. 3.45.1; αὐτὸς δ’ ἐμαυτοῦ κατέγνων μὴ ἂν καρτερῆσαι ik ben mijzelf ervan bewust dat ik misschien niet genoeg kracht heb Xen. Cyr. 6.1.36; met acc. en ptc.:; οὐχ ἡδομένως πράττοντά με κατέγνως; heb jij ooit gemerkt dat ik (iets) niet met liefde deed? Xen. Cyr. 8.4.9; abs. slecht van iem. denken:. κ. ὅτι αὐτοὺς οὐ μετὰ Λακεδαιμονίων ἐφθείρομεν zij hebben een lage dunk van ons, omdat wij niet getracht hebben samen met de Spartanen hen te vernietigen Thuc. 6.34.8. beschuldigen, met gen. van pers. en acc. van zaak:; κ. ἑωυτῶν ἀνανδρείην zichzelf onmachtigheid toeschrijven Hp. Aër. 22; τοῦ... ὑέος... δειλίαν κ. de zoon van lafheid beschuldigen Lys. 14.16; pass.: καταγνωσθεὶς... νεώτερα πρήσσειν πρήγματα ervan beschuldigd revolutionaire plannen te hebben Hdt. 6.2.2. veroordelen, met acc.:; κ. δίκην veroordeling uitspreken Aristoph. Eq. 1360; met gen. van pers. en acc. van straf:; τῶν δὲ διαφυγόντων θάνατον κ. degenen die wisten te ontsnappen ter dood veroordelen Thuc. 6.60.4; met gen. en inf.:; ὅσων... ἀδικεῖν ὑμεῖς κατεγνώκατε hoevelen u hebt veroordeeld wegens fout gedrag Dem. 21.175; met acc. v. d. straf en gen. v. d. misdaad:; θάνατον μηδισμοῦ κ. ter dood veroordelen vanwege heulen met de Perzen Isocr. 4.157; abs. pass.: κατεγνώσθησαν zij werden ter dood veroordeeld Thuc. 4.74.3.
}}
{{elru
|elrutext='''καταγιγνώσκω:''' поздн. [[καταγινώσκω|καταγῑνώσκω]] (fut. καταγνώσομαι, aor. 2 κατέγνων)<br /><b class="num">1)</b> [[замечать]], [[подмечать]], [[обнаруживать]] (κ. τοὺς τρόπους τινός Arph.): οὐκ ἐπιτήδεα [[κατά]] τινος κ. Her. находить в ком-л. отрицательные черты, т. е. быть о ком-л. неблагоприятного мнения;<br /><b class="num">2)</b> [[считать]], [[признавать]], [[полагать]] (τὸ [[χωρίον]] νοσερόν Diog. L.): αὐτῶν κατεγνωκότων [[ἤδη]] [[μηκέτι]] κρεισσόνων εἶναι Thuc. поскольку они (афиняне) сами сознавали, что уже не имеют превосходства (над сиракузцами); καταγνωσθεὶς νεώτερα πρήσσειν πράγματα Her. подозреваемый в подготовке переворота; πολλὴν γ᾽ [[ἐμοῦ]] κατέγνωκας δυοτυχίαν Her. большое же несчастье ты мне приписываешь;<br /><b class="num">3)</b> [[винить]], [[порицать]] (τινὸς δωροδοκίαν Lys.; τινὸς σκληρότητα καὶ ἀγροικίαν Plat.; τινὸς δειλίαν Plut.): κατεγνωομένος ἦν NT он навлек на себя упреки;<br /><b class="num">4)</b> юр. [[вменять в вину]], [[обвинять]] (τινὰ φόνου Lys.): καταγνόντες [[σφῶν]] αὐτῶν ἀδικεῖν Lys. сами сознавшись в своей вине;<br /><b class="num">5)</b> [[выносить обвинительный приговор]], [[осуждать]], [[приговаривать]] (τινός Plat., NT; τινὸς θάνατον Lys., Isocr.; καταγνωσθεὶς θανάτῳ Diod.): κ. [[δίκην]] τινά Arph. вынести обвинительный приговор по какому-л. делу; κ. φυγὴν [[κατά]] τινος Diod. приговаривать кого-л. к изгнанию;<br /><b class="num">6)</b> [[редко выносить приговор]], [[решать]]: [[ὅπως]] ἂν εὖ καταγνωσθῇ ([[varia lectio|v.l.]] διαγνωσθῇ) [[δίκη]] Aesch. чтобы приговор был справедлив.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταγιγνώσκω:''' Ιων. και μεταγεν. -γῑνώσκω, μέλ. -[[γνώσομαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[παρατηρώ]], [[διαπιστώνω]], [[ανακαλύπτω]], [[ιδίως]], [[κάτι]] που βλάπτει την [[υπόληψη]] κάποιου, <i>οὐκ ἐπιτήδεα κατά τινος κ</i>., έχοντας διαμορφώσει, σχηματίσει άδικες προκαταλήψεις, υποψίες [[εναντίον]] μου, σε Ηρόδ.· <i>καταγνοὺς τοῦ γέροντος τοὺς τρόπους</i>, έχοντας παρατηρήσει τις αδυναμίες του, έχοντας διαπιστώσει τα αδύνατά του [[σημεία]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. κατηγορίας, [[επισύρω]] [[κατηγορία]] [[εναντίον]] κάποιου, <i>κακίαν</i>, <i>ἀδικίαν κ. τινός</i>, σε Πλάτ. — Παθ., μτχ. παρακ. <i>[[κατεγνωσμένος]]</i>, καταδικασμένος, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> με γεν. κατηγορίας, καταδίκης, <i>παρανόμων κ. τινός</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., κ. [[ἑαυτοῦ]] ἀδικεῖν, [[κατηγορώ]] τον εαυτό μου ότι έπραξε [[λάθος]], ότι αδίκησε, σε Αισχίν.· ομοίως και, κ. [[ἑαυτοῦ]] μὴ περιέσεσθαι, καταδίκασε τον εαυτό του με την [[ποινή]] του θανάτου, σε Θουκ. — Παθ., <i>καταγνωσθεὶς νεώτερα πρήσσειν</i>, υποπτευόμενος από αυτούς ότι έκανε, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> με αιτ. ποινής, [[εκδίδω]] [[απόφαση]] ή [[ποινή]] [[εναντίον]] κάποιου, <i>κ. τινὸς θάνατον</i>, [[εκδίδω]] [[απόφαση]] θανατικής ποινής, Λατ. damnare aliquem mortis, σε Θουκ. — Παθ., <i>θάνατός τινος κατέγνωστο</i>, [[παρά]] Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[δίκη]], [[εκδίδω]] [[απόφαση]] [[εναντίον]] κάποιου, [[αποφαίνομαι]], [[δίκην]], σε Αριστοφ. — Παθ., αποφασίζομαι, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''καταγιγνώσκω:''' Ιων. και μεταγεν. -γῑνώσκω, μέλ. -[[γνώσομαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[παρατηρώ]], [[διαπιστώνω]], [[ανακαλύπτω]], [[ιδίως]], [[κάτι]] που βλάπτει την [[υπόληψη]] κάποιου, <i>οὐκ ἐπιτήδεα κατά τινος κ</i>., έχοντας διαμορφώσει, σχηματίσει άδικες προκαταλήψεις, υποψίες [[εναντίον]] μου, σε Ηρόδ.· <i>καταγνοὺς τοῦ γέροντος τοὺς τρόπους</i>, έχοντας παρατηρήσει τις αδυναμίες του, έχοντας διαπιστώσει τα αδύνατά του [[σημεία]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. κατηγορίας, [[επισύρω]] [[κατηγορία]] [[εναντίον]] κάποιου, <i>κακίαν</i>, <i>ἀδικίαν κ. τινός</i>, σε Πλάτ. — Παθ., μτχ. παρακ. <i>[[κατεγνωσμένος]]</i>, καταδικασμένος, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> με γεν. κατηγορίας, καταδίκης, <i>παρανόμων κ. τινός</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., κ. [[ἑαυτοῦ]] ἀδικεῖν, [[κατηγορώ]] τον εαυτό μου ότι έπραξε [[λάθος]], ότι αδίκησε, σε Αισχίν.· ομοίως και, κ. [[ἑαυτοῦ]] μὴ περιέσεσθαι, καταδίκασε τον εαυτό του με την [[ποινή]] του θανάτου, σε Θουκ. — Παθ., <i>καταγνωσθεὶς νεώτερα πρήσσειν</i>, υποπτευόμενος από αυτούς ότι έκανε, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> με αιτ. ποινής, [[εκδίδω]] [[απόφαση]] ή [[ποινή]] [[εναντίον]] κάποιου, <i>κ. τινὸς θάνατον</i>, [[εκδίδω]] [[απόφαση]] θανατικής ποινής, Λατ. damnare aliquem mortis, σε Θουκ. — Παθ., <i>θάνατός τινος κατέγνωστο</i>, [[παρά]] Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[δίκη]], [[εκδίδω]] [[απόφαση]] [[εναντίον]] κάποιου, [[αποφαίνομαι]], [[δίκην]], σε Αριστοφ. — Παθ., αποφασίζομαι, σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-γιγνώσκω, Ion. en later καταγινώσκω opmerken, bespeuren, meestal ongunstig:; καταγνοὺς τοῦ γέροντος τοὺς τρόπους het karakter van de oude man doorkrijgend Aristoph. Eq. 46; οὐδὲν ἀγεννὲς ὑμῶν καταγιγνώσκω ik bespeur in u niets onbehoorlijks Dem. 21.152; iets van iem. denken, met gen. en ὅτι of ὡς:; ἐμοῦ κατέγνωκας ὅτι εἰμὶ ἥττων τῶν καλῶν je hebt gemerkt dat ik niet tegen fraaie knapen bestand ben Plat. Men. 76c; οὐ γὰρ ἂν καταγνοίην ὑμῶν οὐδενὸς ὡς ik kan onmogelijk denken dat iemand van u... Dem. 21.4; met gen. en inf.:; κ. ἑαυτοῦ μὴ περιέσεσθαι van zichzelf denken niet te zullen slagen Thuc. 3.45.1; αὐτὸς δ’ ἐμαυτοῦ κατέγνων μὴ ἂν καρτερῆσαι ik ben mijzelf ervan bewust dat ik misschien niet genoeg kracht heb Xen. Cyr. 6.1.36; met acc. en ptc.:; οὐχ ἡδομένως πράττοντά με κατέγνως; heb jij ooit gemerkt dat ik (iets) niet met liefde deed? Xen. Cyr. 8.4.9; abs. slecht van iem. denken:. κ. ὅτι αὐτοὺς οὐ μετὰ Λακεδαιμονίων ἐφθείρομεν zij hebben een lage dunk van ons, omdat wij niet getracht hebben samen met de Spartanen hen te vernietigen Thuc. 6.34.8. beschuldigen, met gen. van pers. en acc. van zaak:; κ. ἑωυτῶν ἀνανδρείην zichzelf onmachtigheid toeschrijven Hp. Aër. 22; τοῦ... ὑέος... δειλίαν κ. de zoon van lafheid beschuldigen Lys. 14.16; pass.: καταγνωσθεὶς... νεώτερα πρήσσειν πρήγματα ervan beschuldigd revolutionaire plannen te hebben Hdt. 6.2.2. veroordelen, met acc.:; κ. δίκην veroordeling uitspreken Aristoph. Eq. 1360; met gen. van pers. en acc. van straf:; τῶν δὲ διαφυγόντων θάνατον κ. degenen die wisten te ontsnappen ter dood veroordelen Thuc. 6.60.4; met gen. en inf.:; ὅσων... ἀδικεῖν ὑμεῖς κατεγνώκατε hoevelen u hebt veroordeeld wegens fout gedrag Dem. 21.175; met acc. v. d. straf en gen. v. d. misdaad:; θάνατον μηδισμοῦ κ. ter dood veroordelen vanwege heulen met de Perzen Isocr. 4.157; abs. pass.: κατεγνώσθησαν zij werden ter dood veroordeeld Thuc. 4.74.3.
}}
{{elru
|elrutext='''καταγιγνώσκω:''' поздн. [[καταγινώσκω|καταγῑνώσκω]] (fut. καταγνώσομαι, aor. 2 κατέγνων)<br /><b class="num">1)</b> [[замечать]], [[подмечать]], [[обнаруживать]] (κ. τοὺς τρόπους τινός Arph.): οὐκ ἐπιτήδεα [[κατά]] τινος κ. Her. находить в ком-л. отрицательные черты, т. е. быть о ком-л. неблагоприятного мнения;<br /><b class="num">2)</b> [[считать]], [[признавать]], [[полагать]] (τὸ [[χωρίον]] νοσερόν Diog. L.): αὐτῶν κατεγνωκότων [[ἤδη]] [[μηκέτι]] κρεισσόνων εἶναι Thuc. поскольку они (афиняне) сами сознавали, что уже не имеют превосходства (над сиракузцами); καταγνωσθεὶς νεώτερα πρήσσειν πράγματα Her. подозреваемый в подготовке переворота; πολλὴν γ᾽ [[ἐμοῦ]] κατέγνωκας δυοτυχίαν Her. большое же несчастье ты мне приписываешь;<br /><b class="num">3)</b> [[винить]], [[порицать]] (τινὸς δωροδοκίαν Lys.; τινὸς σκληρότητα καὶ ἀγροικίαν Plat.; τινὸς δειλίαν Plut.): κατεγνωομένος ἦν NT он навлек на себя упреки;<br /><b class="num">4)</b> юр. [[вменять в вину]], [[обвинять]] (τινὰ φόνου Lys.): καταγνόντες [[σφῶν]] αὐτῶν ἀδικεῖν Lys. сами сознавшись в своей вине;<br /><b class="num">5)</b> [[выносить обвинительный приговор]], [[осуждать]], [[приговаривать]] (τινός Plat., NT; τινὸς θάνατον Lys., Isocr.; καταγνωσθεὶς θανάτῳ Diod.): κ. [[δίκην]] τινά Arph. вынести обвинительный приговор по какому-л. делу; κ. φυγὴν [[κατά]] τινος Diod. приговаривать кого-л. к изгнанию;<br /><b class="num">6)</b> [[редко выносить приговор]], [[решать]]: [[ὅπως]] ἂν εὖ καταγνωσθῇ ([[varia lectio|v.l.]] διαγνωσθῇ) [[δίκη]] Aesch. чтобы приговор был справедлив.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ionic and [[later]] -γῑνώσκω fut. -[[γνώσομαι]]<br /><b class="num">I.</b> to [[remark]], [[discover]], esp. [[something]] to one's [[prejudice]], οὐκ ἐπιτήδεα [[κατά]] τινος κ. having formed [[unfavourable]] prejudices [[against]] one, Hdt.; καταγνοὺς τοῦ γέροντος τοὺς τρόπους having observed his foibles, Ar.<br /><b class="num">II.</b> c. acc. criminis, to lay as a [[charge]] [[against]] a [[person]], κακίαν, ἀδικίαν κ. τινός Plat.:—Pass., perf. [[part]]. κατεγνωσμένος condemned, NTest.<br /><b class="num">2.</b> c. gen. criminis, παρανόμων κ. τινός Dem.<br /><b class="num">3.</b> c. inf., κ. [[ἑαυτοῦ]] ἀδικεῖν to [[charge]] [[oneself]] with [[wrong]]-doing, Aeschin.; so, κ. [[ἑαυτοῦ]] μὴ περιέσεσθαι he passed [[sentence]] of non-survival [[against]] [[himself]], Thuc.: Pass., καταγνωσθεὶς νεώτερα πρήσσειν [[being]] [[suspected]] of doing, Hdt.<br /><b class="num">III.</b> c. acc. poenae, to [[give]] as [[judgment]] or [[sentence]] [[against]] a [[person]], κ. τινὸς θάνατον to [[pass]] [[sentence]] of [[death]] on one, Lat. damnare aliquem mortis, Thuc.:—Pass., θάνατός τινος κατέγνωστο ap. Dem.<br /><b class="num">2.</b> of a [[suit]], to [[decide]] it [[against]] one, [[δίκην]] Ar.:—Pass. to be [[decided]], Aesch.
|mdlsjtxt=ionic and [[later]] -γῑνώσκω fut. -[[γνώσομαι]]<br /><b class="num">I.</b> to [[remark]], [[discover]], esp. [[something]] to one's [[prejudice]], οὐκ ἐπιτήδεα [[κατά]] τινος κ. having formed [[unfavourable]] prejudices [[against]] one, Hdt.; καταγνοὺς τοῦ γέροντος τοὺς τρόπους having observed his foibles, Ar.<br /><b class="num">II.</b> c. acc. criminis, to lay as a [[charge]] [[against]] a [[person]], κακίαν, ἀδικίαν κ. τινός Plat.:—Pass., perf. [[part]]. κατεγνωσμένος condemned, NTest.<br /><b class="num">2.</b> c. gen. criminis, παρανόμων κ. τινός Dem.<br /><b class="num">3.</b> c. inf., κ. [[ἑαυτοῦ]] ἀδικεῖν to [[charge]] [[oneself]] with [[wrong]]-doing, Aeschin.; so, κ. [[ἑαυτοῦ]] μὴ περιέσεσθαι he passed [[sentence]] of non-survival [[against]] [[himself]], Thuc.: Pass., καταγνωσθεὶς νεώτερα πρήσσειν [[being]] [[suspected]] of doing, Hdt.<br /><b class="num">III.</b> c. acc. poenae, to [[give]] as [[judgment]] or [[sentence]] [[against]] a [[person]], κ. τινὸς θάνατον to [[pass]] [[sentence]] of [[death]] on one, Lat. damnare aliquem mortis, Thuc.:—Pass., θάνατός τινος κατέγνωστο ap. Dem.<br /><b class="num">2.</b> of a [[suit]], to [[decide]] it [[against]] one, [[δίκην]] Ar.:—Pass. to be [[decided]], Aesch.
}}
}}