3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>impf.</i> ἐπίμπλην, <i>f.</i> πλήσω, <i>ao.</i> [[ἔπλησα]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> [[ἐπλήσθην]], <i>pf.</i> πέπλησμαι;<br /><b>1</b> remplir : πήρην σίτου OD une besace de provisions de bouche ; τινα μένεος IL qqn de courage ; φρένας [[θάρσευς]] IL l'âme de hardiesse ; <i>Pass.</i> être plein, rempli de;<br /><b>2</b> remplir, couvrir, obstruer : μυχοὺς λιμένος IL le fond d'un lac;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> rassasier, combler : αἱμάτων πλησθῆναι SOPH être rassasié de sang;<br /><i><b>Moy.</b></i> πίμπλαμαι (<i>ao.</i> ἐπλησάμην);<br /><b>1</b> remplir pour soi : [[δέπας]] οἴνοιο IL se remplir une coupe de vin ; [[νῆας]] OD équiper des navires pour soi;<br /><b>2</b> rassasier : θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος OD <i>ou abs.</i> π. θυμόν OD rassasier son cœur de nourriture et de boisson.<br />'''Étymologie:''' R. Πλα, remplir, avec redoubl. πι-μ-πλα- ; cf. [[πλήθω]], <i>lat.</i> compleo, impleo, plenus, etc. | |btext=<i>impf.</i> ἐπίμπλην, <i>f.</i> πλήσω, <i>ao.</i> [[ἔπλησα]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> [[ἐπλήσθην]], <i>pf.</i> πέπλησμαι;<br /><b>1</b> remplir : πήρην σίτου OD une besace de provisions de bouche ; τινα μένεος IL qqn de courage ; φρένας [[θάρσευς]] IL l'âme de hardiesse ; <i>Pass.</i> être plein, rempli de;<br /><b>2</b> remplir, couvrir, obstruer : μυχοὺς λιμένος IL le fond d'un lac;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> rassasier, combler : αἱμάτων πλησθῆναι SOPH être rassasié de sang;<br /><i><b>Moy.</b></i> πίμπλαμαι (<i>ao.</i> ἐπλησάμην);<br /><b>1</b> remplir pour soi : [[δέπας]] οἴνοιο IL se remplir une coupe de vin ; [[νῆας]] OD équiper des navires pour soi;<br /><b>2</b> rassasier : θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος OD <i>ou abs.</i> π. θυμόν OD rassasier son cœur de nourriture et de boisson.<br />'''Étymologie:''' R. Πλα, remplir, avec redoubl. πι-μ-πλα- ; cf. [[πλήθω]], <i>lat.</i> compleo, impleo, plenus, etc. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πίμπλημι [~ πλήρης, ~ πλέως] naast them. praes. πλήθω en πιμπλάνομαι; Aeol. praes. 3 plur. πίμπλεισιν, Ion. med. 3 plur. them. πιμπλῶνται, imperf. 3 plur. ἐπίμπλασαν, ep. med. 3 plur. πίμπλαντο, ep. conj. 3 plur. πιμπλῇσι, imperat. πίμπλη, them. πίμπλᾱ, ptc. πιμπλάς, f. plur. πιμπλεῖσαι; aor. ἔπλησα, med. ἐπλησάμην (met acc. ), ook athem. ἐπλήμην ( intrans. ), ep. 3 sing. πλῆτο, plur. πλῆντο, ptc. πλήσας, med. πλησάμενος; aor. pass. ἐπλήσθην, ep. 3 plur. πλῆσθεν; perf. πέπληκα, med.-pass. πέπλησμαι, Ion. med.-pass. 3 plur. πέπληνται en πεπλήαται, zonder redupl. πλῆνται, plqperf. med.-pass. (ἐ)πεπλήσμην; fut. πλήσω, zelden med. πλήσομαι act. vullen (met): met gen..; τράπεζαν ἀμβροσίης de tafel met ambrozijn Od. 5.93; zelden met dat..; ἰαχῇ ὁδούς de wegen met geschreeuw Il. 16.374; ook med..; πλησάμενος δ’ οἴνοιο δέπας na zijn beker met wijn te hebben gevuld Il. 9.224; πλησάμενος θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος zijn buik met eten en drinken gevuld hebbend Od. 17.603; overdr.. ἀμφοτέρω... πλῆσεν μένεος hij vervulde hen beiden met strijdlust Il. 13.60. pass. zich vullen (met), vol raken (van): met gen..; πλῆντο... δόμοι ἀνδρῶν ἀγρομένων de kamers vulden zich met mannen die bijeenkwamen Od. 8.57; met dat..; τὼ δέ οἱ ὄσσε δακρυόφι πλῆσθεν zijn beide ogen vulden zich met tranen Il. 17.696; genoeg krijgen van:; ὅταν δὲ πλησθῇς τῆς νόσου ξυνουσίᾳ wanneer jij genoeg hebt van de steeds aanwezige ziekte Soph. Ph. 520; in vervulling gaan:; πλησθῆναι πάντα τὰ γεγραμμένα dat alles wat is geschreven, in vervulling gaat NT Luc. 21.22; verlopen:. ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι de dagen liepen ten einde NT Luc. 1.23. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πίμπλημι:''' (impf. ἐπίμπλην, fut. πλήσω, aor. [[ἔπλησα]] - эп. πλῆσα; pass.: aor. [[ἐπλήσθην]], pf. [[πέπλησμαι]]) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> [[наполнять]] (πήρην σίτου καὶ [[κρειῶν]] Hom.; τὸ [[πλοῖον]] καλάμης Her.; σπόγγον ὄξους NT): π. μένεός τινα Hom. придать кому-л. силу; πλησάμενοι [[νῆας]] Hom. нагрузив свои корабли; δάκρυσι [[πλησθείς]] Thuc. весь в слезах; [[ὅταν]] δὲ πλησθῇς τῆς νόσου ξυνουσίᾳ Soph. когда ты досыта наглядишься на болезнь (Филоктета); αἱμάτων τινὸς πλησθῆναι Soph. упиться чьей-л. кровью; πλησθῆναι (о самках) Arst. забеременеть;<br /><b class="num">2)</b> med. (о времени) исполняться, оканчиваться (ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τῆς λειτουργίας NT) или наступать (ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ [[τεκεῖν]] αὐτήν NT). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 33: | Line 39: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πίμπλημι:''' στον ενεστ. και παρατ. σχηματίζεται όπως το [[ἵστημι]]· Επικ. γʹ ενικ. υποτ. <i>πίμπλῃσι</i>· προστ. <i>πίμπλα</i> ή <i>πίπλη</i>, παρατ. γʹ πληθ. <i>ἐπίμπλασαν</i>· οι υπόλοιποι χρόνοι σχηματίζονται από το [[πλήθω]] (το οποιο στον ενεστ. και παρατ. είναι αμτβ., βλ. [[πλήθω]])· μέλ. <i>πλήσω</i>, αόρ. αʹ [[ἔπλησα]], Επικ. <i>πλῆσα</i>· παρακ. <i>πέπληκα</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἐπλησάμην</i>, Παθ. μέλ. [[πλησθήσομαι]], αόρ. αʹ [[ἐπλήσθην]], Επικ. γʹ πληθ. [[πλῆσθεν]]· παρακ. <i>πέπλησμαι</i>· [[εκτός]] από αυτούς τους χρόνους, υπήρχε και ποιητ. αόρ. βʹ [[ἐπλήμην]], Επικ. γʹ ενικ. και πληθ. [[πλῆτο]], [[πλῆντο]]· πρβλ. [[ἐμπίπλημι]] (από √<i>ΠΛΕ</i> ή <i>ΠΛΑ</i>).<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γεμίζω]] εντελώς με [[κάτι]], με γεν., σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ., [[γεμίζω]] από [[κάτι]], σε Ευρ.· απόλ., [[συμπληρώνω]], [[γεμίζω]], [[συμπληρώνω]], [[συμπληρώνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[πληρώ]] [[θέση]], [[κατέχω]] [[αξίωμα]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[γεμίζω]] για τον εαυτό μου ή για ό,τι ανήκει σε μένα, πλήσασθαι [[δέπας]] οἴνοιο, [[γεμίζω]] για τον εαυτό μου ένα [[ποτήρι]] [[κρασί]], σε Ομήρ. Ιλ.· πλήσασθαι [[νῆας]], φόρτωσαν τα πλοία, σε Ομήρ. Οδ.· <i>θυμὸν πλήσασθαι ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος</i>, [[παραχορταίνω]], [[υπερκαλύπτω]] την [[επιθυμία]] κάποιου για [[φαγητό]] και ποτό, στο ίδ.· <i>[[πεδία]] πίμπλασθ' ἁρμάτων</i>, η [[πεδιάδα]] είναι εντελώς γεμάτη με τα άρματά σας, σε Ευρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> Παθ., πληρούμαι, [[γίνομαι]] ή είμαι [[γεμάτος]] από, με γεν., σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> έχω αρκετό από κάποιο [[πράγμα]], <i>πλησθῆναι αἱμάτων</i>, σε Σοφ.· <i>ἡδονῶν</i>, σε Πλάτ.· [[σπανίως]] με δοτ., δάκρυσι [[πλησθείς]], σε Θουκ. | |lsmtext='''πίμπλημι:''' στον ενεστ. και παρατ. σχηματίζεται όπως το [[ἵστημι]]· Επικ. γʹ ενικ. υποτ. <i>πίμπλῃσι</i>· προστ. <i>πίμπλα</i> ή <i>πίπλη</i>, παρατ. γʹ πληθ. <i>ἐπίμπλασαν</i>· οι υπόλοιποι χρόνοι σχηματίζονται από το [[πλήθω]] (το οποιο στον ενεστ. και παρατ. είναι αμτβ., βλ. [[πλήθω]])· μέλ. <i>πλήσω</i>, αόρ. αʹ [[ἔπλησα]], Επικ. <i>πλῆσα</i>· παρακ. <i>πέπληκα</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἐπλησάμην</i>, Παθ. μέλ. [[πλησθήσομαι]], αόρ. αʹ [[ἐπλήσθην]], Επικ. γʹ πληθ. [[πλῆσθεν]]· παρακ. <i>πέπλησμαι</i>· [[εκτός]] από αυτούς τους χρόνους, υπήρχε και ποιητ. αόρ. βʹ [[ἐπλήμην]], Επικ. γʹ ενικ. και πληθ. [[πλῆτο]], [[πλῆντο]]· πρβλ. [[ἐμπίπλημι]] (από √<i>ΠΛΕ</i> ή <i>ΠΛΑ</i>).<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γεμίζω]] εντελώς με [[κάτι]], με γεν., σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ., [[γεμίζω]] από [[κάτι]], σε Ευρ.· απόλ., [[συμπληρώνω]], [[γεμίζω]], [[συμπληρώνω]], [[συμπληρώνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[πληρώ]] [[θέση]], [[κατέχω]] [[αξίωμα]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[γεμίζω]] για τον εαυτό μου ή για ό,τι ανήκει σε μένα, πλήσασθαι [[δέπας]] οἴνοιο, [[γεμίζω]] για τον εαυτό μου ένα [[ποτήρι]] [[κρασί]], σε Ομήρ. Ιλ.· πλήσασθαι [[νῆας]], φόρτωσαν τα πλοία, σε Ομήρ. Οδ.· <i>θυμὸν πλήσασθαι ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος</i>, [[παραχορταίνω]], [[υπερκαλύπτω]] την [[επιθυμία]] κάποιου για [[φαγητό]] και ποτό, στο ίδ.· <i>[[πεδία]] πίμπλασθ' ἁρμάτων</i>, η [[πεδιάδα]] είναι εντελώς γεμάτη με τα άρματά σας, σε Ευρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> Παθ., πληρούμαι, [[γίνομαι]] ή είμαι [[γεμάτος]] από, με γεν., σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> έχω αρκετό από κάποιο [[πράγμα]], <i>πλησθῆναι αἱμάτων</i>, σε Σοφ.· <i>ἡδονῶν</i>, σε Πλάτ.· [[σπανίως]] με δοτ., δάκρυσι [[πλησθείς]], σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |