3,274,754
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> être étendu ensemble;<br /><b>2</b> être formé, composé de, ἔκ τινος ; <i>fig.</i> ὑπὸ ποιητῶν ISOCR être combiné <i>ou</i> imaginé par les poètes;<br /><b>3</b> être convenu, arrêté ; • <i>impers.</i> συνέκειτο [[σφι]] avec l'inf. HDT il avait été convenu entre eux de ; [[καθάπερ]] ξυνέκειτο THC selon ce qui avait été convenu ; συγκειμένη [[ἡμέρα]] HDT jour convenu ; κατὰ τὰ συγκείμενα HDT, [[ἐκ]] [[τῶν]] ξυγκειμένων THC selon <i>ou</i> d'après ce qui était convenu ; παρὰ τὰ συγκείμενα LUC contrairement à ce qui est convenu ; <i>part. abs.</i> • συγκειμένου [[σφι]] avec l'inf. HDT puisqu’il avait été convenu avec eux que.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κεῖμαι]]. | |btext=<b>1</b> être étendu ensemble;<br /><b>2</b> être formé, composé de, ἔκ τινος ; <i>fig.</i> ὑπὸ ποιητῶν ISOCR être combiné <i>ou</i> imaginé par les poètes;<br /><b>3</b> être convenu, arrêté ; • <i>impers.</i> συνέκειτο [[σφι]] avec l'inf. HDT il avait été convenu entre eux de ; [[καθάπερ]] ξυνέκειτο THC selon ce qui avait été convenu ; συγκειμένη [[ἡμέρα]] HDT jour convenu ; κατὰ τὰ συγκείμενα HDT, [[ἐκ]] [[τῶν]] ξυγκειμένων THC selon <i>ou</i> d'après ce qui était convenu ; παρὰ τὰ συγκείμενα LUC contrairement à ce qui est convenu ; <i>part. abs.</i> • συγκειμένου [[σφι]] avec l'inf. HDT puisqu’il avait été convenu avec eux que.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κεῖμαι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σύγ-κειμαι, Att. ook ξύγκειμαι samen liggen, bij elkaar liggen. samengesteld zijn samengesteld zijn (uit), tot een geheel gevormd zijn (uit), met ἐκ + gen.: σύγκειται τὸ σῶμα ἐξ ὀστῶν καὶ νεύρων het lichaam is samengesteld uit botten en pezen Plat. Phaed. 98c; εἴρηται ὡς δέον σύγκεισθαι τὴν ἀρίστην πολιτείαν ἐκ δημοκρατίας καὶ τυραννίδος er is gezegd dat de beste staatsvorm moet bestaan uit een combinatie van democratie en oligarchie Aristot. Pol. 1266a1; εἰς ἓν συγκείμενα samen gevormd tot één geheel Plat. Phlb. 29d. van geschreven werken gemaakt zijn, geconstrueerd zijn, opgesteld zijn, geschreven zijn:; κτῆμα ἐς αἰεὶ ξύγκειται het is geschreven als een bezit voor altijd Thuc. 1.22.4; συμφοραὶ ὑπὸ τῶν ποιητῶν συγκείμεναι akelige gebeurtenissen die door de dichters in elkaar gezet zijn Isocr. 4.168; uitbr. uitgedacht zijn, beraamd zijn, gesmeed zijn. wisk. de som zijn van, met ἐκ + gen. afgesproken zijn, overeengekomen zijn:; ταῦτα ἡμῖν οὕτω συγκείσθω; moet dat zo door ons overeengekomen zijn? (d.w.z. zullen we dat zo afspreken?) Plat. Lg. 822c; τὰς σπονδὰς οὐδετέρας ἔφη καλῶς ξυγκεῖσθαι hij zei dat geen van beide overeengekomen verdragen rechtvaardig was Thuc. 8.43.3; onpers..; ὥσπερ ξύγκειται zoals afgesproken is Plat. Crat. 433e; καθάπερ ξυνέκειτο zoals afgesproken was Thuc. 4.23.1 = καθάπερ ἦν ξυγκείμενον Aristoph. Eccl. 61; ὥρη ἐς τὴν συνέκειτό σφι ἀπαλλάσσεσθαι het uur waarop door hen afgesproken was om weg te gaan Hdt. 9.52; in gen. abs..; συγκειμένου σφι met inf. aangezien er door hen overeengekomen was om … Hdt. 5.62.3; vaak ptc. συγκείμενος afgesproken, overeengekomen:; ἀπὸ ξυγκειμένου λόγου volgens een afgesproken plan Thuc. 8.94.2; subst. plur..; τὰ συγκείμενα wat afgesproken of overeengekomen is, afspraak, overeenkomst: κατὰ τὰ συγκείμενα volgens de afspraak = ἐκ τῶν ξυγκειμένων Thuc. 5.25.2; παρὰ τὰ συγκείμενα tegen de afspraak Luc. 21.37; met πρός + acc. met iem.; subst. n.. τὸ συγκείμενον het afgesprokene, bijv. ( afh. van context) de afgesproken plaats: ἦλθον ἐς τὸ συγκείμενον ze kwamen naar de afgesproken plaats Hdt. 5.50.1. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύγκειμαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[лежать вместе или рядом]] Soph.: κατὰ [[σχῆμα]] συγκείμενος Luc. лежащий (расположенный) в порядке;<br /><b class="num">2)</b> (как pass. к [[συντίθημι]]) слагаться, составляться, состоять (ἐκ στοιχείων Plat.; ἐκ πολλῶν μερῶν Arst.): ἐκ τριῶν συγκείμενος Plat. состоящий из трех элементов; εἰς ἓν συγκείμενος Plat. сложенный в одно (целое), т. е. единый, связный; ἡ [[οὐσία]] συγκειμένη Arst. сложная (досл. составная) субстанция;<br /><b class="num">3)</b> [[сочиняться]], [[создаваться]] ([[λόγος]] συγκείμενος περί τινος Plat.): [[κτῆμα]] ἐς ἀεὶ ξύγκειται Thuc. (эта) вещь создана на вечные времена, т. е. в назидание всем грядущим поколениям; ὑπὸ ποιητῶν συγκείμενα Isocr. творения поэтов;<br /><b class="num">4)</b> задумывать, измышлять; затевать (πάντα [[αὐτῷ]] [[ταῦτα]] σύγκειται καὶ μεμηχάνηται Lys.): τὰ συγκείμενα ἐπὶ τῇ βλάβῃ τινός Lys. измышления в ущерб кому-л.; [[τῇδε]] σύγκειται [[δόλος]] Eur. вот задуманная (мною) хитрость;<br /><b class="num">5)</b> [[полагаться в качестве]] (быть предметом) условия, обуславливаться: διαλιπὼν τὰς συγκειμένας ἡμέρας Her. спустя условленное количество дней; σημεῖα τὰ ξυγκείμενα Arph. условленные сигналы; [[ταῦτα]] [[ἡμῖν]] [[οὕτω]] ξυγκείσθω Plat. это пусть будет нашим условием; [[ὥσπερ]] συνέκειτο Xen. как было обусловлено; κατὰ τὰ συγκείμενα Her. и ἐκ τῶν ξυγκειμένων Thuc. согласно условиям (договора). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σύγκειμαι:'''<b class="num">I.</b> Παθ., βρίσκομαι, [[κείμαι]] από κοινού με, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως Παθ. του [[συντίθημι]], είμαι συντεθειμένος, συναποτελούμαι, απαρτίζομαι από, <i>ἔκ τινων</i>, λέγεται για συγκεκριμένα μέρη, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για έργα του γραπτού λόγου, είμαι συντεθειμένος, έχω συγγραφεί, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> έχω επινοηθεί, παρασκευαστεί, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">III. 1.</b> συμφωνούμαι από [[δύο]] πλευρές, [[δύο]] αντίπαλα μέρη, σε Θουκ.· μτχ., αυτός που έχει συμφωνηθεί, διευθετηθεί, <i>αἱ συγκείμεναι ἡμέραι</i>, σε Ηρόδ.· <i>κατὰ τὰ συγκείμενα</i>, σύμφωνα με τους όρους που έχουν συμφωνηθεί, στον ίδ.· ἐκ [[τῶν]] ξυγκειμένων, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., <i>σύγκειται</i>, έχει συμφωνηθεί ή είναι συμπεφωνημένο, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ομοίως, συγκειμένου [[σφι]], με απαρ., [[αφότου]] είχαν συμφωνήσει να..., σε Ηρόδ. | |lsmtext='''σύγκειμαι:'''<b class="num">I.</b> Παθ., βρίσκομαι, [[κείμαι]] από κοινού με, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως Παθ. του [[συντίθημι]], είμαι συντεθειμένος, συναποτελούμαι, απαρτίζομαι από, <i>ἔκ τινων</i>, λέγεται για συγκεκριμένα μέρη, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για έργα του γραπτού λόγου, είμαι συντεθειμένος, έχω συγγραφεί, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> έχω επινοηθεί, παρασκευαστεί, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">III. 1.</b> συμφωνούμαι από [[δύο]] πλευρές, [[δύο]] αντίπαλα μέρη, σε Θουκ.· μτχ., αυτός που έχει συμφωνηθεί, διευθετηθεί, <i>αἱ συγκείμεναι ἡμέραι</i>, σε Ηρόδ.· <i>κατὰ τὰ συγκείμενα</i>, σύμφωνα με τους όρους που έχουν συμφωνηθεί, στον ίδ.· ἐκ [[τῶν]] ξυγκειμένων, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., <i>σύγκειται</i>, έχει συμφωνηθεί ή είναι συμπεφωνημένο, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ομοίως, συγκειμένου [[σφι]], με απαρ., [[αφότου]] είχαν συμφωνήσει να..., σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |