Anonymous

θύρσος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />thyrse, bâton des Bacchants et des Bacchantes entouré de lierre et de pampre, avec une pomme de pin au sommet.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt ; cf. <i>hitt.</i> tuwarsa « sarment » <i>ou</i> « lierre ».
|btext=ου (ὁ) :<br />thyrse, bâton des Bacchants et des Bacchantes entouré de lierre et de pampre, avec une pomme de pin au sommet.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt ; cf. <i>hitt.</i> tuwarsa « sarment » <i>ou</i> « lierre ».
}}
{{elru
|elrutext='''θύρσος:''' ὁ (в Anth. pl. тж. τὰ [[θύρσα]]) тирс (вакхический жезл, увитый плющем и виноградом и увенчанный сосновой шишкой) (θ. [[κωνοφόρος]] Anth.; θύρσῳ κροτεῖν γῆν Eur.; ὄφεις περιελιττόμενοι τοῖς θύρσοις Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θύρσος:''' ὁ, ετερογ. πληθ. <i>θύρσα</i>, [[θύρσος]], δηλ. η Βακχική [[ράβδος]] που ήταν στεφανωμένη με κισσό και φύλλα αμπελιού και είχε έναν κώνο πεύκου στην [[κορυφή]], σε Ευρ., Ανθ. Π.
|lsmtext='''θύρσος:''' ὁ, ετερογ. πληθ. <i>θύρσα</i>, [[θύρσος]], δηλ. η Βακχική [[ράβδος]] που ήταν στεφανωμένη με κισσό και φύλλα αμπελιού και είχε έναν κώνο πεύκου στην [[κορυφή]], σε Ευρ., Ανθ. Π.
}}
{{elru
|elrutext='''θύρσος:''' ὁ (в Anth. pl. тж. τὰ [[θύρσα]]) тирс (вакхический жезл, увитый плющем и виноградом и увенчанный сосновой шишкой) (θ. [[κωνοφόρος]] Anth.; θύρσῳ κροτεῖν γῆν Eur.; ὄφεις περιελιττόμενοι τοῖς θύρσοις Plut.).
}}
}}
{{etym
{{etym