Anonymous

λαός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>ion. att.</i> [[λεώς]];<br /><b>I.</b> peuple, en tant que réunion d'hommes, foule, masse ; <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> foule des guerriers, armée (chefs et soldats);<br /><b>2</b> foule du peuple ; <i>particul.</i> paysans, artisans, marins ; <i>en gén.</i> λαοὶ ἐγχώριοι ESCHL les nationaux, les habitants du pays ; μέροπες λαοί ESCHL les mortels;<br /><b>3</b> foule <i>en gén. ; d'où la formule</i> ἀκούετε, [[λεῴ]] AR écoutez, vous tous;<br /><b>II.</b> peuple, en tant que nation : Λυδῶν [[τε]] λαὸς καὶ Φρυγῶν ESCHL le peuple lydien et phrygien ; Ἀχαιῶν [[λαός]] IL le peuple achéen, <i>càd</i> grec.<br />'''Étymologie:''' DELG vieux mot *λαϜος à sens collectif, cf. <i>all.</i> Leute.
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>ion. att.</i> [[λεώς]];<br /><b>I.</b> peuple, en tant que réunion d'hommes, foule, masse ; <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> foule des guerriers, armée (chefs et soldats);<br /><b>2</b> foule du peuple ; <i>particul.</i> paysans, artisans, marins ; <i>en gén.</i> λαοὶ ἐγχώριοι ESCHL les nationaux, les habitants du pays ; μέροπες λαοί ESCHL les mortels;<br /><b>3</b> foule <i>en gén. ; d'où la formule</i> ἀκούετε, [[λεῴ]] AR écoutez, vous tous;<br /><b>II.</b> peuple, en tant que nation : Λυδῶν [[τε]] λαὸς καὶ Φρυγῶν ESCHL le peuple lydien et phrygien ; Ἀχαιῶν [[λαός]] IL le peuple achéen, <i>càd</i> grec.<br />'''Étymologie:''' DELG vieux mot *λαϜος à sens collectif, cf. <i>all.</i> Leute.
}}
{{elru
|elrutext='''λᾱός:''' ион.-атт. [[λεώς]] ὁ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> (тж. στρατὸς или [[ἔθνος]] λαῶν Hom.) войско (λαὸν ἀγείρειν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[пешие бойцы]], [[пехота]] (ἵπποι καὶ λ. Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[сухопутная армия]] (νῆές τε καὶ λ. Hom.);<br /><b class="num">4)</b> [[люди]], [[население]]: λαοὶ ἀγροιῶται Hom. поселяне; ναυτικὸς [[λεώς]] Aesch. моряки, гребцы; ὁ γεωργικὸς [[λεώς]] Arph. земледельцы; ἐγχώριοι λαοί Aesch. местное население; μέροπες λαοί Aesch. человеческий род;<br /><b class="num">5)</b> (в театре), [[публика]], [[зрители]], (αἱ [[στίχες]] τῶν λαῶν Arph.);<br /><b class="num">6)</b> [[собрание]], [[толпа]] (ἀκούετε, [[λεῴ]]! Arph.; ὁ πολὺς [[λεώς]] Plat.);<br /><b class="num">7)</b> [[народ]], [[племя]] ([[Δωριεύς]] Pind.; Λυδῶν τε καὶ Φρυγῶν Aesch.; [[ξύμπας]] Ἀχαιῶν λ. Soph.): Κάδμου λ. Soph. = Θηβαῖοι.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λᾱός:''' -οῦ, ὁ, Ιων. [[ληός]], Αττ. [[λεώς]]· [[σύνολο]] ανθρώπων, άνθρωποι γενικά, το ίδιο στον ενικ. και πληθ., δηλ.,<br /><b class="num">1.</b> στην πολεμική [[γλώσσα]] της Ομήρ. Ιλ., άνδρες του στρατού, στρατιώτες· ομοίως, [[στρατός]] ξηράς, αντίθ. προς τον στόλο· ομοίως, κοινοί στρατιώτες, αντίθ. προς αρχηγούς·<br /><b class="num">2.</b> στην ειρηνική [[γλώσσα]] της Ομήρ. Οδ., άνθρωποι του λαού, [[λαός]], απλοί άνθρωποι, υπήκοοι του άρχοντα ή του βασιλιά· ναυτικὸς [[λεώς]], [[θαλασσοπόρος]] [[λαός]], σε Αισχύλ.· ὁ γεωργικὸς [[λεώς]], σε Αριστοφ.· <i>ἀκούετε</i>, [[λεῴ]], άκουσε, [[λαέ]]! (ο [[συνηθισμένος]] [[τρόπος]] με τον οποίο άρχιζαν οι διακηρύξεις στην Αθήνα, όπως το ακούσατε!), στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> στην Κ.Δ., λέγεται για τους Ιουδαίους και [[έπειτα]] για τους Χριστιανούς, αντίθ. προς τους ειδωλολάτρες, εθνικούς.
|lsmtext='''λᾱός:''' -οῦ, ὁ, Ιων. [[ληός]], Αττ. [[λεώς]]· [[σύνολο]] ανθρώπων, άνθρωποι γενικά, το ίδιο στον ενικ. και πληθ., δηλ.,<br /><b class="num">1.</b> στην πολεμική [[γλώσσα]] της Ομήρ. Ιλ., άνδρες του στρατού, στρατιώτες· ομοίως, [[στρατός]] ξηράς, αντίθ. προς τον στόλο· ομοίως, κοινοί στρατιώτες, αντίθ. προς αρχηγούς·<br /><b class="num">2.</b> στην ειρηνική [[γλώσσα]] της Ομήρ. Οδ., άνθρωποι του λαού, [[λαός]], απλοί άνθρωποι, υπήκοοι του άρχοντα ή του βασιλιά· ναυτικὸς [[λεώς]], [[θαλασσοπόρος]] [[λαός]], σε Αισχύλ.· ὁ γεωργικὸς [[λεώς]], σε Αριστοφ.· <i>ἀκούετε</i>, [[λεῴ]], άκουσε, [[λαέ]]! (ο [[συνηθισμένος]] [[τρόπος]] με τον οποίο άρχιζαν οι διακηρύξεις στην Αθήνα, όπως το ακούσατε!), στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> στην Κ.Δ., λέγεται για τους Ιουδαίους και [[έπειτα]] για τους Χριστιανούς, αντίθ. προς τους ειδωλολάτρες, εθνικούς.
}}
{{elru
|elrutext='''λᾱός:''' ион.-атт. [[λεώς]] ὁ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> (тж. στρατὸς или [[ἔθνος]] λαῶν Hom.) войско (λαὸν ἀγείρειν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[пешие бойцы]], [[пехота]] (ἵπποι καὶ λ. Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[сухопутная армия]] (νῆές τε καὶ λ. Hom.);<br /><b class="num">4)</b> [[люди]], [[население]]: λαοὶ ἀγροιῶται Hom. поселяне; ναυτικὸς [[λεώς]] Aesch. моряки, гребцы; ὁ γεωργικὸς [[λεώς]] Arph. земледельцы; ἐγχώριοι λαοί Aesch. местное население; μέροπες λαοί Aesch. человеческий род;<br /><b class="num">5)</b> (в театре), [[публика]], [[зрители]], (αἱ [[στίχες]] τῶν λαῶν Arph.);<br /><b class="num">6)</b> [[собрание]], [[толпа]] (ἀκούετε, [[λεῴ]]! Arph.; ὁ πολὺς [[λεώς]] Plat.);<br /><b class="num">7)</b> [[народ]], [[племя]] ([[Δωριεύς]] Pind.; Λυδῶν τε καὶ Φρυγῶν Aesch.; [[ξύμπας]] Ἀχαιῶν λ. Soph.): Κάδμου λ. Soph. = Θηβαῖοι.
}}
}}
{{etym
{{etym