3,277,759
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on peut conduire, transporter : τὸ αγώγιμον, τὰ ἀγώγιμα, la cargaison, les marchandises;<br /><b>2</b> qui peut être emmené en prison, que le premier venu peut arrêter;<br /><b>3</b> <i>à Athènes, avant les réformes de Solon</i> débiteur adjugé à son créancier qui l'emmenait soit pour l'employer comme esclave, soit pour le vendre;<br /><b>4</b> qui se laisse aller à, enclin à.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγωγή]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on peut conduire, transporter : τὸ αγώγιμον, τὰ ἀγώγιμα, la cargaison, les marchandises;<br /><b>2</b> qui peut être emmené en prison, que le premier venu peut arrêter;<br /><b>3</b> <i>à Athènes, avant les réformes de Solon</i> débiteur adjugé à son créancier qui l'emmenait soit pour l'employer comme esclave, soit pour le vendre;<br /><b>4</b> qui se laisse aller à, enclin à.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγωγή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγώγῐμος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[могущий быть перевезенным]], [[поддающийся перевозке]]: τρισσῶν ἁμαξῶν ὡς [[ἀγώγιμον]] [[βάρος]] Eur. тяжесть, для перевозки которой нужно три подводы; τὸ σιδηροῦν ([[νόμισμα]]) [[ἀγώγιμον]] οὐκ ἦν πρὸς τοὺς ἄλλους Ἓλληνας Plut. железная монета (Ликурга) не могла вывозиться в другие греческие государства, т. е. не имела там хождения;<br /><b class="num">2)</b> юр. [[подлежащий задержанию и выдаче]] (φυγάδες Xen.; φεύγοντες Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[податливый]], [[склонный]] (πρὸς ἡδονάς Plut.): ἀ. τοῖς δεομένοις Plut. уступчивый по отношению к просителям. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγώγιμος:''' -ον ([[ἄγω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι [[εύκολος]] στο να οδηγείται ή στο να μεταφέρεται· τρισσῶν ἁμαξῶν ἀγώγιμον [[βάρος]], ζύγιζε τόσο που μπορούσε να γεμίσει [[τρεις]] άμαξες, σε Ευρ.· <i>τὰ ἀγώγιμα</i>, φορητά πράγματα, εμπορεύματα, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει πέσει [[θύμα]] απαγωγής, αυτός που οδηγείται σε [[αιχμαλωσία]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που οδηγείται, άγεται εύκολα, [[ευγενικός]], [[πρόθυμος]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀγώγιμος:''' -ον ([[ἄγω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι [[εύκολος]] στο να οδηγείται ή στο να μεταφέρεται· τρισσῶν ἁμαξῶν ἀγώγιμον [[βάρος]], ζύγιζε τόσο που μπορούσε να γεμίσει [[τρεις]] άμαξες, σε Ευρ.· <i>τὰ ἀγώγιμα</i>, φορητά πράγματα, εμπορεύματα, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει πέσει [[θύμα]] απαγωγής, αυτός που οδηγείται σε [[αιχμαλωσία]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που οδηγείται, άγεται εύκολα, [[ευγενικός]], [[πρόθυμος]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |