Anonymous

ἀνασχετός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός <i>ou</i> ή, όν :<br />supportable, tolérable ; [[οὐκ]] [[ἀνασχετός]] intolérable ; [[οὐκ]] ἀνασχετὸν ποιεῖσθαι HDT, [[οὐκ]] ἀνασχετὸν ἡγεῖσθαι PLUT juger intolérable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνέχω]].
|btext=ός <i>ou</i> ή, όν :<br />supportable, tolérable ; [[οὐκ]] [[ἀνασχετός]] intolérable ; [[οὐκ]] ἀνασχετὸν ποιεῖσθαι HDT, [[οὐκ]] ἀνασχετὸν ἡγεῖσθαι PLUT juger intolérable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνέχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνασχετός:''' поэт. [[ἀνσχετός]] 2 выносимый: [[ταῦτα]] δῆτ᾽ ἀνασχετά; Soph. разве это можно терпеть?; οὐκ ἀ. Hom., Aesch., Her., Thuc., Arst., Plut. невыносимый, нестерпимый.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνασχετός:''' Επικ. [[ἀνσχετός]], <i>-όν</i> (<i>ἀνέχομαι</i>), [[ανεκτός]], [[υποφερτός]], σε Θέογν., Σοφ.· [[κυρίως]] με αρνητ., <i>οὐκ ἀνσχετά</i>, ανυπόφορα, σε Ομήρ. Οδ.· <i>πτώματ' οὐκ ἀνασχετά</i>, σε Αισχύλ.· <i>οὐκ ἀνασχετόν</i> (<i>ἐστι</i>), με απαρ., σε Ηρόδ., Σοφ.
|lsmtext='''ἀνασχετός:''' Επικ. [[ἀνσχετός]], <i>-όν</i> (<i>ἀνέχομαι</i>), [[ανεκτός]], [[υποφερτός]], σε Θέογν., Σοφ.· [[κυρίως]] με αρνητ., <i>οὐκ ἀνσχετά</i>, ανυπόφορα, σε Ομήρ. Οδ.· <i>πτώματ' οὐκ ἀνασχετά</i>, σε Αισχύλ.· <i>οὐκ ἀνασχετόν</i> (<i>ἐστι</i>), με απαρ., σε Ηρόδ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνασχετός:''' поэт. [[ἀνσχετός]] 2 выносимый: [[ταῦτα]] δῆτ᾽ ἀνασχετά; Soph. разве это можно терпеть?; οὐκ ἀ. Hom., Aesch., Her., Thuc., Arst., Plut. невыносимый, нестерпимый.
}}
}}