3,277,121
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ἠπείλουν]], <i>f.</i> ἀπειλήσω, <i>ao.</i> [[ἠπείλησα]], <i>pf.</i> [[ἠπείληκα]];<br /><i>litt.</i> repousser de l'assemblée, <i>d'où</i><br /><b>1</b> repousser, acculer : [[ἐς]] στεινόν HDT dans un étroit espace ; <i>fig.</i> [[ἐς]] ἀπορίην HDT, [[ἐς]] ἀναγκαίην HDT acculer aux extrémités, à la nécessité;<br /><b>2</b> repousser avec menace, menacer : ἀπ. μῦθον IL lancer une parole de menace ; ἀπ. δεινά ESCHL faire des menaces terribles ; τινι ἀπ. menacer qqn ; τινί [[τι]] ἀπ. <i>ou</i> [[τι]] [[κατά]] τινος menacer qqn de qch ; ἠπείλησεν [[αὐτῷ]] [[εἰ]] μὴ ἀπαγγέλλοι XÉN il le menaça, s'il n’annonçait pas (il lui enjoignit avec menace d'annoncer);<br /><b>3</b> parler avec jactance, se vanter;<br /><b>4</b> promettre, avec l'inf. fut..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[εἴλη]].<br /><span class="bld">2</span>-ῶ :<br />dérouler (une corde, un tissu).<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[εἰλέω]]. | |btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ἠπείλουν]], <i>f.</i> ἀπειλήσω, <i>ao.</i> [[ἠπείλησα]], <i>pf.</i> [[ἠπείληκα]];<br /><i>litt.</i> repousser de l'assemblée, <i>d'où</i><br /><b>1</b> repousser, acculer : [[ἐς]] στεινόν HDT dans un étroit espace ; <i>fig.</i> [[ἐς]] ἀπορίην HDT, [[ἐς]] ἀναγκαίην HDT acculer aux extrémités, à la nécessité;<br /><b>2</b> repousser avec menace, menacer : ἀπ. μῦθον IL lancer une parole de menace ; ἀπ. δεινά ESCHL faire des menaces terribles ; τινι ἀπ. menacer qqn ; τινί [[τι]] ἀπ. <i>ou</i> [[τι]] [[κατά]] τινος menacer qqn de qch ; ἠπείλησεν [[αὐτῷ]] [[εἰ]] μὴ ἀπαγγέλλοι XÉN il le menaça, s'il n’annonçait pas (il lui enjoignit avec menace d'annoncer);<br /><b>3</b> parler avec jactance, se vanter;<br /><b>4</b> promettre, avec l'inf. fut..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[εἴλη]].<br /><span class="bld">2</span>-ῶ :<br />dérouler (une corde, un tissu).<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[εἰλέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπειλέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[загонять]] (ἀπειληθεὶς ἐς ἀπορίην и ἐς [[στεινόν]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[грозить]], [[угрожать]] (τινι Hom., Xen.; τινί τι Her., Plut.; τινι ποιήσειν τι Hom., Her., Thuc., Eur., Arph., Lys.; τι [[κατά]] τινος Plut.): ἀ. μῦθον Hom. произносить угрозу; [[οὐκέτι]] ἀπειλοῦμαι, ἀλλ᾽ [[ἤδη]] ἀπειλῶ ἄλλοις Xen. мне уж никто не угрожает, напротив, это я угрожаю другим; τὰ ἀπεληθέντα μετὰ ζημίας Plat. (содержащиеся в законах) угрозы наказанием; med. под страхом наказания запрещать (τινι [[μηκέτι]] λαλεῖν ἐπί τινι NT);<br /><b class="num">3)</b> [[обещать]], [[сулить]] (τινι ῥέξειν ἑκατόμβην Hom.);<br /><b class="num">4)</b> [[хвастаться]], [[хвалиться]] Hom. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 33: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπειλέω:''' μέλ. -ήσω = [[ἀπείλλω]], [[απωθώ]], [[σπρώχνω]] προς τα [[πίσω]], [[φράζω]] το δρόμο· κατά κανόνα στον πληθ., ἐς ἀπορίην [[ἀπειλημένος]], αυτός που έχει περιέλθει σε [[πολύ]] δυσχερείς καταστάσεις, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">• [[ἀπειλέω]]:</b> μέλ. <i>-ήσω</i>· ([[ἀπειλή]])· [[εκτείνω]], [[επιδεικνύω]] [[κάτι]] [[είτε]] ως [[υπόσχεση]] [[είτε]] ως [[απειλή]].<br /><b class="num">I.</b> με θετική [[σημασία]], [[υπόσχομαι]], <i>ἠπείλησεν ἄνακτι ῥέξειν ἑκατόμβην</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[καυχιέμαι]], [[κομπορρημονώ]], ἠπείλησας [[εἶναι]] ἀρίστους, καυχήθηκες ότι είναι οι καλύτεροι, σε Ομήρ. Οδ.·<br /><b class="num">II.</b> [[συνήθως]] με αρνητική [[σημασία]], [[φοβερίζω]], [[απειλώ]], Λατ. minari, απόλ. ή με δοτ. προσ., σε Όμηρ. κ.λπ.· με συστ. αντ., <i>ἠπείλησεν μῦθον</i>, εξέφρασε απειλές με τα [[λόγια]] του, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης στη Μέσ., σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. του πράγμ., μέσω του οποίου απειλεί [[κάποιος]], θάνατον [[ἀπειλέω]] τινί, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με την [[προσθήκη]] εξαρτημένων προτάσεων που εκφέρονται με απαρ. μέλ., [[γέρας]] ἀφαιρήσεσθαι ἀπειλεῖς, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· στην Αττ. επίσης με απαρ. αορ.· επίσης, [[ἀπειλέω]] [[ὅτι]]..., <i>ὡς..</i>., σε Αττ.<br /><b class="num">III.</b> Παθ., <i>ἀπειλοῦμαι</i>, λέγεται για πρόσωπα, τρομοκρατούμαι, εκφοβίζομαι με απειλές, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀπειλέω:''' μέλ. -ήσω = [[ἀπείλλω]], [[απωθώ]], [[σπρώχνω]] προς τα [[πίσω]], [[φράζω]] το δρόμο· κατά κανόνα στον πληθ., ἐς ἀπορίην [[ἀπειλημένος]], αυτός που έχει περιέλθει σε [[πολύ]] δυσχερείς καταστάσεις, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">• [[ἀπειλέω]]:</b> μέλ. <i>-ήσω</i>· ([[ἀπειλή]])· [[εκτείνω]], [[επιδεικνύω]] [[κάτι]] [[είτε]] ως [[υπόσχεση]] [[είτε]] ως [[απειλή]].<br /><b class="num">I.</b> με θετική [[σημασία]], [[υπόσχομαι]], <i>ἠπείλησεν ἄνακτι ῥέξειν ἑκατόμβην</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[καυχιέμαι]], [[κομπορρημονώ]], ἠπείλησας [[εἶναι]] ἀρίστους, καυχήθηκες ότι είναι οι καλύτεροι, σε Ομήρ. Οδ.·<br /><b class="num">II.</b> [[συνήθως]] με αρνητική [[σημασία]], [[φοβερίζω]], [[απειλώ]], Λατ. minari, απόλ. ή με δοτ. προσ., σε Όμηρ. κ.λπ.· με συστ. αντ., <i>ἠπείλησεν μῦθον</i>, εξέφρασε απειλές με τα [[λόγια]] του, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης στη Μέσ., σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. του πράγμ., μέσω του οποίου απειλεί [[κάποιος]], θάνατον [[ἀπειλέω]] τινί, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με την [[προσθήκη]] εξαρτημένων προτάσεων που εκφέρονται με απαρ. μέλ., [[γέρας]] ἀφαιρήσεσθαι ἀπειλεῖς, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· στην Αττ. επίσης με απαρ. αορ.· επίσης, [[ἀπειλέω]] [[ὅτι]]..., <i>ὡς..</i>., σε Αττ.<br /><b class="num">III.</b> Παθ., <i>ἀπειλοῦμαι</i>, λέγεται για πρόσωπα, τρομοκρατούμαι, εκφοβίζομαι με απειλές, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |