Anonymous

ἀπειλέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0283.png Seite 283]] ([[ἠπύω]]? laut reden), ἀπειλήτην = ἠπει λείτην Od. 11, 313, drohen, von Hom. an überall, absol., Il. 2, 665 Od. 21, 368; Plat. Phaed. 94 d; ὧδε γὰρ ἠπείλησε Iliad. 8, 415; ἠπείλησεν μῦθον 1, 385; ἀπειλήσω τό γε θυμῷ 15, 212; τινί, Od. 20, 272; ἀπειλήσω δέ τοι ὧδε Iliad. 1, 181; Her. 3, 77; öfter bei Plat. u. Folgdn; ἀπειλάς τινι, Iliad. 13, 220. 16, 201; πύργοις δεινά Aesch. Spt. 411; ζημίας [[κατά]] τινος Plut., mit Strafen drohen, Cam. 2; θάνατον, den Tod androhen, Pomp. 62; τὰ ξίφη, mit den Schwertern, ib. 47; sonst folgt gew. inf. fut., ll. 1, 161 Od. 11, 313 u. Sp.; inf. praes. u. aor., Il. 9, 682; Xen. Hell. 5, 4, 7; ὅτι, Ar. Plut. 88; Xen. An. 5, 5, 22 Cyr. 6, 1, 53; εἰ μή, 4, 5, 12. – Pass., durch Drohungen erschreckt werden, Xen. Symp. 4, 31; μετὰ ζημίας Plat. Legg. VII, 823 c. – Med. bei Sp., z. B. N. T., Polyaen. 7, 35, = act. – Bei Hom. auch: prahlen, ll. 8, 150 Od. 8, 383; geloben, Il. 23, 863. 872, s. Scholl. Ariston. 23, 863 u. 9, 682; vgl. Theocr. 24, 16. (s. [[εἴλω]], [[εἰλέω]]), weg-, zusammendrängen, ἐς ἀπορίην u. εἰς στενον ἀπειληθείς, Her. 1, 24. 9, 35, in die Enge getrieben; εἰς ἀναγκαίην ἀπειλημένος 8, 109.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0283.png Seite 283]] ([[ἠπύω]]? laut reden), ἀπειλήτην = ἠπει λείτην Od. 11, 313, drohen, von Hom. an überall, absol., Il. 2, 665 Od. 21, 368; Plat. Phaed. 94 d; ὧδε γὰρ ἠπείλησε Iliad. 8, 415; ἠπείλησεν μῦθον 1, 385; ἀπειλήσω τό γε θυμῷ 15, 212; τινί, Od. 20, 272; ἀπειλήσω δέ τοι ὧδε Iliad. 1, 181; Her. 3, 77; öfter bei Plat. u. Folgdn; ἀπειλάς τινι, Iliad. 13, 220. 16, 201; πύργοις δεινά Aesch. Spt. 411; ζημίας [[κατά]] τινος Plut., mit Strafen drohen, Cam. 2; θάνατον, den Tod androhen, Pomp. 62; τὰ ξίφη, mit den Schwertern, ib. 47; sonst folgt gew. inf. fut., ll. 1, 161 Od. 11, 313 u. Sp.; inf. praes. u. aor., Il. 9, 682; Xen. Hell. 5, 4, 7; ὅτι, Ar. Plut. 88; Xen. An. 5, 5, 22 Cyr. 6, 1, 53; εἰ μή, 4, 5, 12. – Pass., durch Drohungen erschreckt werden, Xen. Symp. 4, 31; μετὰ ζημίας Plat. Legg. VII, 823 c. – Med. bei Sp., z. B. N. T., Polyaen. 7, 35, = act. – Bei Hom. auch: prahlen, ll. 8, 150 Od. 8, 383; geloben, Il. 23, 863. 872, s. Scholl. Ariston. 23, 863 u. 9, 682; vgl. Theocr. 24, 16. (s. [[εἴλω]], [[εἰλέω]]), weg-, zusammendrängen, ἐς ἀπορίην u. εἰς στενον ἀπειληθείς, Her. 1, 24. 9, 35, in die Enge getrieben; εἰς ἀναγκαίην ἀπειλημένος 8, 109.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ἠπείλουν]], <i>f.</i> ἀπειλήσω, <i>ao.</i> [[ἠπείλησα]], <i>pf.</i> [[ἠπείληκα]];<br /><i>litt.</i> repousser de l'assemblée, <i>d'où</i><br /><b>1</b> repousser, acculer : [[ἐς]] στεινόν HDT dans un étroit espace ; <i>fig.</i> [[ἐς]] ἀπορίην HDT, [[ἐς]] ἀναγκαίην HDT acculer aux extrémités, à la nécessité;<br /><b>2</b> repousser avec menace, menacer : ἀπ. μῦθον IL lancer une parole de menace ; ἀπ. δεινά ESCHL faire des menaces terribles ; τινι ἀπ. menacer qqn ; τινί [[τι]] ἀπ. <i>ou</i> [[τι]] [[κατά]] τινος menacer qqn de qch ; ἠπείλησεν [[αὐτῷ]] [[εἰ]] μὴ ἀπαγγέλλοι XÉN il le menaça, s'il n’annonçait pas (il lui enjoignit avec menace d'annoncer);<br /><b>3</b> parler avec jactance, se vanter;<br /><b>4</b> promettre, avec l'inf. fut..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[εἴλη]].<br /><span class="bld">2</span>-ῶ :<br />dérouler (une corde, un tissu).<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[εἰλέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπειλέω''': ἀπειλήτην, Ἐπ. ἀντὶ ἠπειλήτην, γ΄ δυϊκ. παρατ. ἐνεργ., Ὀδ. Λ. 312· μεταγεν. Ἐπ. ἐνεστ. ἀπειλείω Μουσαῖος 122, Νόνν. Δ. 20. 204: μέλλ. -ήσω, κτλ. (ἀπειλή). Ἐπιδεικνύω τι [[εἴτε]] ὡς ὑπόσχεσιν [[εἴτε]] ὡς ἀπειλήν. Ι. [[ἐνίοτε]] ἐπὶ καλῆς σημασ., ὑπισχνοῦμαι, οὐδ’ ἠπείλησεν ἄνακτι… ῥέξειν κλειτὴν ἑκατόμβην (ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «οὐδ’ ηὔξατο») Ἰλ. Ψ. 863, πρβλ. 872: ― [[ὡσαύτως]], [[κομπάζω]], μεγαλαυχῶ, καυχῶμαι, ὥς ποτ’ ἀπειλήσει Θ. 150· ἧ μὲν ἀπείλησας βητάρμονας [[εἶναι]] ἀρίστους Ὀδ. Θ. 383· πρβλ. [[ἀπειλὴ]] Ι. ΙΙ. κοινῶς ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀπειλῶ, [[φοβερίζω]], Λατ. minari, παρ’ Ὁμ. ἢ ἀπολ., ὡς ἐν Ἰλ. Β. 665, Ὀδ. Φ. 368, ἢ (συχνότερον) μετὰ δοτ. προσώπ., ὡς ἐν Ὀδ. Υ. 372, κτλ., καὶ συχν. μετὰ [[ταῦτα]]: [[ὡσαύτως]] μετὰ συστοίχου αἰτ.· [[αἷμα]] δ’ ἀναστὰς ἠπείλησεν μῦθον, εἶπεν ἀπειλητικὸν λόγον, Ἰλ. Α 388· ἀπειλὰς ἀπ. ἴδε ἐν λέξ. ἀπειλή· δείν’ ἀπειλήσων ἔπη Εὐρ. Ἱκ. 542· [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] καὶ μετ’ οὐδετ. ἀντωνυμ. ἢ ἐπιθ., ἀπ. τό γε θυμῷ Ἰλ. Ο. 212· [[ταῦτα]], πολλὰ ἀπ. Ἡρόδ. 7. 18, 1. 111, Θουκ. 8. 33, κτλ.· πύργοις δ’ ἀπ. δείν’ Αἰσχύλ. Θ. 426· τοῦτ’ ἀπειλήσας ἔχεις Σοφ. Ο. Κ. 817. 2) μετ’ αἰτ. τοῦ πράγματος, δι’ οὗ ἀπειλεῖ τίς τινα, θάνατον ἀπ. τινι Ἡρόδ. 4. 81· [[ξίφος]] Πλουτ. Πομπ. 47· ζημίας ἀπ. κατά τινος ὁ αὐτ. Κάμιλλ. 39. 3) ἐξηρτημέναι προτάσεις προσετίθεντο κατ’ ἀπαρέμφατον μέλλοντος, [[γέρας]]… ἀφαιρήσεσθαι ἀπειλεῖς Ἰλ. Α. 161, πρβλ. Ο. 179, Ὀδ. Λ. 313 (ἴδε ἀνωτ. Ι.)· καὶ ἡ αὐτὴ [[σύνταξις]] ἐξηκολούθησεν ἐν χρήσει· σφέας… ἠπείλεε ἐκτρίψειν Ἡρόδ. 6. 37· ἀπ. δράσειν τι Εὐρ. Μήδ. 287, ἀπ. ἀποκτενεῖν Λυσ. 98. 43· σπανίως κατ’ ἀπαρ. ἐνεστ., ἠπ… ἑλκέμεν Ἰλ. Ι. 682· μεθ’ Ὅμ. κατ’ ἀπαρ. ἀόρ., Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 4, Ἑλλ. 5. 4, 7, Θεόκρ. 24. 16 (παραλειπομένου τοῦ ἄν, ἴδε Κόβητον, V. LL. 97). 4) παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]], ἀπ. ὅτι… ὡς… Ἀριστοφ. Πλ. 88, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 22, κτλ.· ἀπ. τινι, εἰ μή…, ὁ αὐτ. Κύρ. 4. 5, 12. ΙΙΙ. Παθ., ἀπειλοῦμαι, ἐπὶ προσώπων, ἐκφοβίζομαι δι’ ἀπειλῶν, ὁ αὐτ. Συμπ. 4. 31. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τὰ ἀπειληθέντα = αἱ ἀπειλαί, Πλάτ. Νόμ. 823C: ― ἀλλὰ παρὰ μεταγεν., IV. ἀπειλοῦμαι εὕρηται ὡς ἀποθ., Ἀππ. Ἐμφ. 3. 29, Πολύαιν. 7. 35, Πράξ. Ἀποστ. δ΄, 17, Κλήμ. Ἀλ. 142. μελλ. -ήσω, = [[ἀπείλλω]] (ἴδε ἐν λ. [[εἴλω]])· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., ἐς ἀπορίαν ἀπειληθεὶς ἢ ἀπειλημένος, περιελθὼν εἰς μεγάλην στενοχωρίαν, Ἡρόδ. 1. 24, 2. 141· ἐς ἀναγκαίην ἀπειλημένος, ὁ περιελθὼν εἰς ἀνάγκην, ὁ αὐτ. 8. 109· ἀπειληθέντες ἐς στεινὸν, βίᾳ συνωσθέντες εἰς στενόν, ὁ αὐτ. 9. 34. ΙΙ. [[ἐκτυλίσσω]], [[ἀποκυλίω]], Ἥρων. Αὐτομ. 248.
|lstext='''ἀπειλέω''': ἀπειλήτην, Ἐπ. ἀντὶ ἠπειλήτην, γ΄ δυϊκ. παρατ. ἐνεργ., Ὀδ. Λ. 312· μεταγεν. Ἐπ. ἐνεστ. ἀπειλείω Μουσαῖος 122, Νόνν. Δ. 20. 204: μέλλ. -ήσω, κτλ. (ἀπειλή). Ἐπιδεικνύω τι [[εἴτε]] ὡς ὑπόσχεσιν [[εἴτε]] ὡς ἀπειλήν. Ι. [[ἐνίοτε]] ἐπὶ καλῆς σημασ., ὑπισχνοῦμαι, οὐδ’ ἠπείλησεν ἄνακτι… ῥέξειν κλειτὴν ἑκατόμβην (ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «οὐδ’ ηὔξατο») Ἰλ. Ψ. 863, πρβλ. 872: ― [[ὡσαύτως]], [[κομπάζω]], μεγαλαυχῶ, καυχῶμαι, ὥς ποτ’ ἀπειλήσει Θ. 150· ἧ μὲν ἀπείλησας βητάρμονας [[εἶναι]] ἀρίστους Ὀδ. Θ. 383· πρβλ. [[ἀπειλὴ]] Ι. ΙΙ. κοινῶς ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀπειλῶ, [[φοβερίζω]], Λατ. minari, παρ’ Ὁμ. ἢ ἀπολ., ὡς ἐν Ἰλ. Β. 665, Ὀδ. Φ. 368, ἢ (συχνότερον) μετὰ δοτ. προσώπ., ὡς ἐν Ὀδ. Υ. 372, κτλ., καὶ συχν. μετὰ [[ταῦτα]]: [[ὡσαύτως]] μετὰ συστοίχου αἰτ.· [[αἷμα]] δ’ ἀναστὰς ἠπείλησεν μῦθον, εἶπεν ἀπειλητικὸν λόγον, Ἰλ. Α 388· ἀπειλὰς ἀπ. ἴδε ἐν λέξ. ἀπειλή· δείν’ ἀπειλήσων ἔπη Εὐρ. Ἱκ. 542· [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] καὶ μετ’ οὐδετ. ἀντωνυμ. ἢ ἐπιθ., ἀπ. τό γε θυμῷ Ἰλ. Ο. 212· [[ταῦτα]], πολλὰ ἀπ. Ἡρόδ. 7. 18, 1. 111, Θουκ. 8. 33, κτλ.· πύργοις δ’ ἀπ. δείν’ Αἰσχύλ. Θ. 426· τοῦτ’ ἀπειλήσας ἔχεις Σοφ. Ο. Κ. 817. 2) μετ’ αἰτ. τοῦ πράγματος, δι’ οὗ ἀπειλεῖ τίς τινα, θάνατον ἀπ. τινι Ἡρόδ. 4. 81· [[ξίφος]] Πλουτ. Πομπ. 47· ζημίας ἀπ. κατά τινος ὁ αὐτ. Κάμιλλ. 39. 3) ἐξηρτημέναι προτάσεις προσετίθεντο κατ’ ἀπαρέμφατον μέλλοντος, [[γέρας]]… ἀφαιρήσεσθαι ἀπειλεῖς Ἰλ. Α. 161, πρβλ. Ο. 179, Ὀδ. Λ. 313 (ἴδε ἀνωτ. Ι.)· καὶ ἡ αὐτὴ [[σύνταξις]] ἐξηκολούθησεν ἐν χρήσει· σφέας… ἠπείλεε ἐκτρίψειν Ἡρόδ. 6. 37· ἀπ. δράσειν τι Εὐρ. Μήδ. 287, ἀπ. ἀποκτενεῖν Λυσ. 98. 43· σπανίως κατ’ ἀπαρ. ἐνεστ., ἠπ… ἑλκέμεν Ἰλ. Ι. 682· μεθ’ Ὅμ. κατ’ ἀπαρ. ἀόρ., Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 4, Ἑλλ. 5. 4, 7, Θεόκρ. 24. 16 (παραλειπομένου τοῦ ἄν, ἴδε Κόβητον, V. LL. 97). 4) παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]], ἀπ. ὅτι… ὡς… Ἀριστοφ. Πλ. 88, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 22, κτλ.· ἀπ. τινι, εἰ μή…, ὁ αὐτ. Κύρ. 4. 5, 12. ΙΙΙ. Παθ., ἀπειλοῦμαι, ἐπὶ προσώπων, ἐκφοβίζομαι δι’ ἀπειλῶν, ὁ αὐτ. Συμπ. 4. 31. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τὰ ἀπειληθέντα = αἱ ἀπειλαί, Πλάτ. Νόμ. 823C: ― ἀλλὰ παρὰ μεταγεν., IV. ἀπειλοῦμαι εὕρηται ὡς ἀποθ., Ἀππ. Ἐμφ. 3. 29, Πολύαιν. 7. 35, Πράξ. Ἀποστ. δ΄, 17, Κλήμ. Ἀλ. 142. μελλ. -ήσω, = [[ἀπείλλω]] (ἴδε ἐν λ. [[εἴλω]])· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., ἐς ἀπορίαν ἀπειληθεὶς ἢ ἀπειλημένος, περιελθὼν εἰς μεγάλην στενοχωρίαν, Ἡρόδ. 1. 24, 2. 141· ἐς ἀναγκαίην ἀπειλημένος, ὁ περιελθὼν εἰς ἀνάγκην, ὁ αὐτ. 8. 109· ἀπειληθέντες ἐς στεινὸν, βίᾳ συνωσθέντες εἰς στενόν, ὁ αὐτ. 9. 34. ΙΙ. [[ἐκτυλίσσω]], [[ἀποκυλίω]], Ἥρων. Αὐτομ. 248.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ἠπείλουν]], <i>f.</i> ἀπειλήσω, <i>ao.</i> [[ἠπείλησα]], <i>pf.</i> [[ἠπείληκα]];<br /><i>litt.</i> repousser de l'assemblée, <i>d'où</i><br /><b>1</b> repousser, acculer : [[ἐς]] στεινόν HDT dans un étroit espace ; <i>fig.</i> [[ἐς]] ἀπορίην HDT, [[ἐς]] ἀναγκαίην HDT acculer aux extrémités, à la nécessité;<br /><b>2</b> repousser avec menace, menacer : ἀπ. μῦθον IL lancer une parole de menace ; ἀπ. δεινά ESCHL faire des menaces terribles ; τινι ἀπ. menacer qqn ; τινί [[τι]] ἀπ. <i>ou</i> [[τι]] [[κατά]] τινος menacer qqn de qch ; ἠπείλησεν [[αὐτῷ]] [[εἰ]] μὴ ἀπαγγέλλοι XÉN il le menaça, s'il n’annonçait pas (il lui enjoignit avec menace d'annoncer);<br /><b>3</b> parler avec jactance, se vanter;<br /><b>4</b> promettre, avec l'inf. fut..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[εἴλη]].<br /><span class="bld">2</span>-ῶ :<br />dérouler (une corde, un tissu).<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[εἰλέω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth