Anonymous

ἐχέγγυος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui fournit une garantie, garant, répondant : [[ἐχέγγυος]] τινος, [[πρός]] [[τι]], [[εἴς]] [[τι]] qui répond de qch ; avec un inf., qui offre toute garantie pour faire qch ; τὸ ἐχέγγυον HDT sûreté;<br /><b>2</b> qui reçoit une garantie : [[ἐχέγγυος]] [[ἱκέτης]] SOPH suppliant protégé par une promesse.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]], [[ἐγγύη]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui fournit une garantie, garant, répondant : [[ἐχέγγυος]] τινος, [[πρός]] [[τι]], [[εἴς]] [[τι]] qui répond de qch ; avec un inf., qui offre toute garantie pour faire qch ; τὸ ἐχέγγυον HDT sûreté;<br /><b>2</b> qui reçoit une garantie : [[ἐχέγγυος]] [[ἱκέτης]] SOPH suppliant protégé par une promesse.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]], [[ἐγγύη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐχέγγῠος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[служащий залогом]], [[дающий гарантию]], [[являющийся порукой]] (τινος и πρός или εἴς τι Plut.): δόμοι ἐχέγγυοι Eur. надежный (в качестве убежища) дом; τὴν [[πρόσθε]] δόσιν ἐχέγγυον ποιεῖν Eur. подтверждать (свое) прежнее обещание; [[ζημία]] ἐ. Thuc. кара, являющаяся надежным предостережением;<br /><b class="num">2)</b> [[заслуживающий доверия]], [[основательный]] ([[λόγος]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[получивший твердое обещание]], [[заручившийся гарантией личной неприкосновенности]] ([[ἱκέτης]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐχέγγυος:''' -ον ([[ἐγγύη]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει δώσει ή είναι [[ικανός]] να δώσει [[εγγύηση]], [[αξιόπιστος]], [[φερέγγυος]], [[ασφαλής]], σε Ευρ.· [[ζημία]] ἐχ., [[ποινή]] πάνω στην οποία [[κάποιος]] μπορεί να βασιστεί (για την [[πρόληψη]] εγκλήματος), σε Θουκ.· <i>τὸ ἐχέγγυον</i>, [[εγγύηση]], [[ασφάλεια]], σε Ηρόδ.· με απαρ., αυτός που είναι επαρκώς, ικανοποιητικά [[ισχυρός]], [[δυνατός]] για να κάνει [[κάτι]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αυτός που έχει λάβει [[ενέχυρο]], εχέγγυο, [[ασφάλεια]], σε Ηρόδ.· ο ασφαλισμένος στην [[περίπτωση]] κινδύνου, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐχέγγυος:''' -ον ([[ἐγγύη]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει δώσει ή είναι [[ικανός]] να δώσει [[εγγύηση]], [[αξιόπιστος]], [[φερέγγυος]], [[ασφαλής]], σε Ευρ.· [[ζημία]] ἐχ., [[ποινή]] πάνω στην οποία [[κάποιος]] μπορεί να βασιστεί (για την [[πρόληψη]] εγκλήματος), σε Θουκ.· <i>τὸ ἐχέγγυον</i>, [[εγγύηση]], [[ασφάλεια]], σε Ηρόδ.· με απαρ., αυτός που είναι επαρκώς, ικανοποιητικά [[ισχυρός]], [[δυνατός]] για να κάνει [[κάτι]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αυτός που έχει λάβει [[ενέχυρο]], εχέγγυο, [[ασφάλεια]], σε Ηρόδ.· ο ασφαλισμένος στην [[περίπτωση]] κινδύνου, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐχέγγῠος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[служащий залогом]], [[дающий гарантию]], [[являющийся порукой]] (τινος и πρός или εἴς τι Plut.): δόμοι ἐχέγγυοι Eur. надежный (в качестве убежища) дом; τὴν [[πρόσθε]] δόσιν ἐχέγγυον ποιεῖν Eur. подтверждать (свое) прежнее обещание; [[ζημία]] ἐ. Thuc. кара, являющаяся надежным предостережением;<br /><b class="num">2)</b> [[заслуживающий доверия]], [[основательный]] ([[λόγος]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[получивший твердое обещание]], [[заручившийся гарантией личной неприкосновенности]] ([[ἱκέτης]] Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj