Anonymous

ἑρκεῖος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br /><i>att.</i> [[ἕρκειος]];<br />qui concerne l'enceinte d’une clôture : ἕρκειαι πύλαι, ἑρκεία [[θύρα]] ESCHL porte de la cour ; ἑρκεία [[στέγη]] SOPH toit d’une tente ; <i>particul.</i> Ζεὺς [[ἕρκειος]] OD, Ζὴν [[ἕρκειος]] SOPH Zeus, protecteur de la maison et dont l'autel était placé dans la cour.<br />'''Étymologie:''' [[ἕρκος]].
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br /><i>att.</i> [[ἕρκειος]];<br />qui concerne l'enceinte d’une clôture : ἕρκειαι πύλαι, ἑρκεία [[θύρα]] ESCHL porte de la cour ; ἑρκεία [[στέγη]] SOPH toit d’une tente ; <i>particul.</i> Ζεὺς [[ἕρκειος]] OD, Ζὴν [[ἕρκειος]] SOPH Zeus, protecteur de la maison et dont l'autel était placé dans la cour.<br />'''Étymologie:''' [[ἕρκος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑρκεῖος:''' атт. [[ἕρκειος]] 2 и 3 принадлежащий ограде, относящийся к дому, домашний (πύλαι, [[θύρα]] Aesch.): ἕ. [[στέγη]] Soph. наружная часть палатки.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑρκεῖος:''' -ον ή -α, -ον,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται μέσα στο [[ἕρκος]] ή στο [[προαύλιο]], στον περίβολο, [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ἑρκεῖος, ο [[προστάτης]] του σπιτιού, του οίκου, [[επειδή]] το άγαλμά του στεκόταν μέσα στο <i>ἕρκον</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>πύλαι</i>, [[θύρα]] ἕρκ., πόρτα, θύρες της αυλής, σε Αισχύλ.· ἑρκείος [[στέγη]], η [[ίδια]] η [[αυλή]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἑρκεῖος:''' -ον ή -α, -ον,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται μέσα στο [[ἕρκος]] ή στο [[προαύλιο]], στον περίβολο, [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ἑρκεῖος, ο [[προστάτης]] του σπιτιού, του οίκου, [[επειδή]] το άγαλμά του στεκόταν μέσα στο <i>ἕρκον</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>πύλαι</i>, [[θύρα]] ἕρκ., πόρτα, θύρες της αυλής, σε Αισχύλ.· ἑρκείος [[στέγη]], η [[ίδια]] η [[αυλή]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑρκεῖος:''' атт. [[ἕρκειος]] 2 и 3 принадлежащий ограде, относящийся к дому, домашний (πύλαι, [[θύρα]] Aesch.): ἕ. [[στέγη]] Soph. наружная часть палатки.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj