Anonymous

ὀρρωδέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ὠρρώδουν]], <i>f.</i> ὀρρωδήσω;<br />frémir de, avoir horreur de, redouter : τινα, qqn ; [[τι]], [[ὑπέρ]] τινος, [[περί]] τινι, redouter qch, avoir des appréhensions au sujet de qch ; avec un inf., redouter de.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ὠρρώδουν]], <i>f.</i> ὀρρωδήσω;<br />frémir de, avoir horreur de, redouter : τινα, qqn ; [[τι]], [[ὑπέρ]] τινος, [[περί]] τινι, redouter qch, avoir des appréhensions au sujet de qch ; avec un inf., redouter de.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρρωδέω:''' ион. [[ἀρρωδέω]] бояться, страшиться, опасаться (τι Her., Eur., Thuc.; ὀρρωδῶ, μὴ [[τοὐναντίον]] γένηται Plat.): ὀ. περί τινος Thuc. и [[ὑπέρ]] τινος Lys. бояться за что-л.; ὀρρωδῶν [[θανεῖν]] Eur. боясь за жизнь (сына).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρρωδέω:''' Ιων. [[ἀρρ-]], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φοβάμαι]], [[τρέμω]], [[ζαρώνω]] από το φόβο μου, με αιτ., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., [[φοβάμαι]] για ή εξαιτίας κάποιου πράγματος, σε Ηρόδ.· ομοίως, ὀρρωδῶ [[περί]] τινος κ.λπ. (ο [[σχηματισμός]] του φανερώνει ηχομιμ. [[λέξη]], για να εκφράσει το [[τρέμουλο]] που προέρχεται από τον φόβο).
|lsmtext='''ὀρρωδέω:''' Ιων. [[ἀρρ-]], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φοβάμαι]], [[τρέμω]], [[ζαρώνω]] από το φόβο μου, με αιτ., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., [[φοβάμαι]] για ή εξαιτίας κάποιου πράγματος, σε Ηρόδ.· ομοίως, ὀρρωδῶ [[περί]] τινος κ.λπ. (ο [[σχηματισμός]] του φανερώνει ηχομιμ. [[λέξη]], για να εκφράσει το [[τρέμουλο]] που προέρχεται από τον φόβο).
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρρωδέω:''' ион. [[ἀρρωδέω]] бояться, страшиться, опасаться (τι Her., Eur., Thuc.; ὀρρωδῶ, μὴ [[τοὐναντίον]] γένηται Plat.): ὀ. περί τινος Thuc. и [[ὑπέρ]] τινος Lys. бояться за что-л.; ὀρρωδῶν [[θανεῖν]] Eur. боясь за жизнь (сына).
}}
}}
{{etym
{{etym