Anonymous

ὁπηνίκα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv. relat.</i><br />quand, lorsque.<br />'''Étymologie:''' corrélat. de [[πηνίκα]].
|btext=<i>adv. relat.</i><br />quand, lorsque.<br />'''Étymologie:''' corrélat. de [[πηνίκα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁπηνίκα:''' дор. [[ὁπανίκα|ὁπᾱνίκα]] (ῐ) adv. relat.<br /><b class="num">1)</b> [[когда]], [[как только]] (ὁ. ἂν θεὸς πλοῦν εἴκῃ Soph.): ὁ. καὶ δοκοίη τῆς ὥρας Xen. когда будет сочтено нужным; πηνίκ᾽ ἐστὶν [[ἄρα]] τῆς ἡμέρας; - Ὁ.; Arph. сколько же это времени? - Сколько времени, (спрашиваешь)?;<br /><b class="num">2)</b> [[так как]], [[поскольку]] (ὁ. ἐφαίνετο [[ταῦτα]] πεποιηκώς Dem.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁπηνίκᾰ:''' Δωρ. ὁπᾱνίκα,<br /><b class="num">I. 1.</b> επίρρ., συσχετικό προς το [[πηνίκα]], σε ποια χρονική [[στιγμή]], την ώρα κατά την οποία, τη [[μέρα]] κατά την οποία, σε Σοφ. κ.λπ.· [[ὁπηνίκα]] ἄν, σε οποιαδήποτε ώρα ή [[στιγμή]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> σε πλάγιες ερωτήσεις, ἣν ὥραν προσήκει [[ἰέναι]], καὶ [[ὁπηνίκα]] [[ἀπιέναι]], σε Αισχίν.· σε [[απάντηση]] ευθείας ερώτησης, πηνίκ' ἐστὶντῆς ἡμέρας; [[ὁπηνίκα]]; τι ώρα είναι; τι ώρα, με ρωτάς;, σε Αριστοφ.· με γεν., [[ὁπηνίκα]] τῆς ὥρας, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με μτβ. [[σημασία]], υποθέτοντας ότι, [[ὁπηνίκα]] ἐφαίνετο [[ταῦτα]] πεποιηκώς, σε Δημ.
|lsmtext='''ὁπηνίκᾰ:''' Δωρ. ὁπᾱνίκα,<br /><b class="num">I. 1.</b> επίρρ., συσχετικό προς το [[πηνίκα]], σε ποια χρονική [[στιγμή]], την ώρα κατά την οποία, τη [[μέρα]] κατά την οποία, σε Σοφ. κ.λπ.· [[ὁπηνίκα]] ἄν, σε οποιαδήποτε ώρα ή [[στιγμή]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> σε πλάγιες ερωτήσεις, ἣν ὥραν προσήκει [[ἰέναι]], καὶ [[ὁπηνίκα]] [[ἀπιέναι]], σε Αισχίν.· σε [[απάντηση]] ευθείας ερώτησης, πηνίκ' ἐστὶντῆς ἡμέρας; [[ὁπηνίκα]]; τι ώρα είναι; τι ώρα, με ρωτάς;, σε Αριστοφ.· με γεν., [[ὁπηνίκα]] τῆς ὥρας, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με μτβ. [[σημασία]], υποθέτοντας ότι, [[ὁπηνίκα]] ἐφαίνετο [[ταῦτα]] πεποιηκώς, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁπηνίκα:''' дор. [[ὁπανίκα|ὁπᾱνίκα]] (ῐ) adv. relat.<br /><b class="num">1)</b> [[когда]], [[как только]] (ὁ. ἂν θεὸς πλοῦν εἴκῃ Soph.): ὁ. καὶ δοκοίη τῆς ὥρας Xen. когда будет сочтено нужным; πηνίκ᾽ ἐστὶν [[ἄρα]] τῆς ἡμέρας; - Ὁ.; Arph. сколько же это времени? - Сколько времени, (спрашиваешь)?;<br /><b class="num">2)</b> [[так как]], [[поскольку]] (ὁ. ἐφαίνετο [[ταῦτα]] πεποιηκώς Dem.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj