Anonymous

ὑποπίμπλημι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑποπλήσω, <i>ao.</i> ὑπέπλησα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> remplir presque entièrement;<br /><b>2</b> rendre grosse ; <i>Pass.</i> devenir grosse ; τέκνων ὑποπλησθῆναι HDT avoir eu beaucoup d’enfants.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πίμπλημι]].
|btext=<i>f.</i> ὑποπλήσω, <i>ao.</i> ὑπέπλησα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> remplir presque entièrement;<br /><b>2</b> rendre grosse ; <i>Pass.</i> devenir grosse ; τέκνων ὑποπλησθῆναι HDT avoir eu beaucoup d’enfants.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πίμπλημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποπίμπλημι:''' мало-помалу или почти до краев наполнять (ὑ. τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων Luc.): ὑποπιμπλαμένη δάκρυσιν Anth. вся в слезах; πώγωνος [[ἤδη]] ὑποπιμπλάμενος Plat. уже обросший порядочной бородой; μετεωρολογίας ὑποπιμπλάμενος Plat. весьма образованный в области небесных явлений; τέκνων ὑποπλησθῆναι Her. быть многодетным.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποπίμπλημι:''' μέλ. <i>-πλήσω</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ὑπ-επλήσθην</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[γεμίζω]] [[βαθμηδόν]], σταδιακά, λίγο-λίγο — Παθ., πώγωνος [[ἤδη]] ὑποπιμπλάμενος, αυτός που ήδη ξεκινά να έχει [[πυκνά]] γένια, [[γενειάδα]], [[μούσι]], σε Πλάτ.· <i>ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων</i>, έχοντας τα μάτια μου γεμάτα δάκρυα, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> σε Παθ., λέγεται για γυναίκες, <i>τέκνων ὑποπλησθῆναι</i>, να γίνουν μητέρες πολλών παιδιών, τέκνων, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὑποπίμπλημι:''' μέλ. <i>-πλήσω</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ὑπ-επλήσθην</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[γεμίζω]] [[βαθμηδόν]], σταδιακά, λίγο-λίγο — Παθ., πώγωνος [[ἤδη]] ὑποπιμπλάμενος, αυτός που ήδη ξεκινά να έχει [[πυκνά]] γένια, [[γενειάδα]], [[μούσι]], σε Πλάτ.· <i>ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων</i>, έχοντας τα μάτια μου γεμάτα δάκρυα, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> σε Παθ., λέγεται για γυναίκες, <i>τέκνων ὑποπλησθῆναι</i>, να γίνουν μητέρες πολλών παιδιών, τέκνων, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποπίμπλημι:''' мало-помалу или почти до краев наполнять (ὑ. τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων Luc.): ὑποπιμπλαμένη δάκρυσιν Anth. вся в слезах; πώγωνος [[ἤδη]] ὑποπιμπλάμενος Plat. уже обросший порядочной бородой; μετεωρολογίας ὑποπιμπλάμενος Plat. весьма образованный в области небесных явлений; τέκνων ὑποπλησθῆναι Her. быть многодетным.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -πλήσω Pass., aor1 ὑπ-επλήσθην<br /><b class="num">I.</b> to [[fill]] by degrees:—Pass., πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος now [[beginning]] to [[have]] a [[thick]] [[beard]], Plat.; ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων [[have]] my eyes filling with tears, Luc.<br /><b class="num">II.</b> in Pass. of women, τέκνων ὑποπλησθῆναι to [[become]] mothers of [[many]] children, Hdt.
|mdlsjtxt=fut. -πλήσω Pass., aor1 ὑπ-επλήσθην<br /><b class="num">I.</b> to [[fill]] by degrees:—Pass., πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος now [[beginning]] to [[have]] a [[thick]] [[beard]], Plat.; ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων [[have]] my eyes filling with tears, Luc.<br /><b class="num">II.</b> in Pass. of women, τέκνων ὑποπλησθῆναι to [[become]] mothers of [[many]] children, Hdt.
}}
}}