Anonymous

ὤψ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=(ἡ) :<br /><i>seul. à l'acc.</i> ὦπα;<br />vue ; visage : [[εἰς]] ὦπα ἰδέσθαι τινί IL <i>ou</i> [[εἰς]] ὦπά τινος ἰδέσθαι IL regarder qqn en face ; θεῆς [[εἰς]] ὦπα ἔοικεν IL elle ressemblait de visage <i>ou</i> d’aspect à une déesse.<br />'''Étymologie:''' R. Ὀπ, voir ; cf. [[ὄπωπα]], [[ὄψομαι]].
|btext=(ἡ) :<br /><i>seul. à l'acc.</i> ὦπα;<br />vue ; visage : [[εἰς]] ὦπα ἰδέσθαι τινί IL <i>ou</i> [[εἰς]] ὦπά τινος ἰδέσθαι IL regarder qqn en face ; θεῆς [[εἰς]] ὦπα ἔοικεν IL elle ressemblait de visage <i>ou</i> d’aspect à une déesse.<br />'''Étymologie:''' R. Ὀπ, voir ; cf. [[ὄπωπα]], [[ὄψομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὤψ:''' ἡ, Theocr. ὁ (acc. ὦπα, pl. тж. τὰ ὦπα) взгляд, вид, pl. глаза, лицо: εἰς ὦπα [[ἰδέσθαι]] Hom. смотреть в лицо, взглянуть в глаза; θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν Hom. на вид она казалась богиней; καταταξεῖς δάκρυσι ὦπας Theocr. с заплаканными глазами.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὤψ:''' ἡ ([[ὄψομαι]], μέλ. του [[ὁράω]]), [[μάτι]], [[πρόσωπο]], όψη, σε Όμηρ., Ησίοδ.· εἰςὦπα [[ἰδέσθαι]] τινί, [[κοιτάζω]] κάποιον [[κατάματα]], σε Ομήρ. Ιλ.· και απόλ., εἰς ὦπα [[ἰδέσθαι]], σε Ομήρ. Οδ.· [[αλλά]], <i>θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν</i>, (λέγεται για την Ελένη) είναι στο [[πρόσωπο]] όμοια με τις αθάνατες θεές, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὤψ:''' ἡ ([[ὄψομαι]], μέλ. του [[ὁράω]]), [[μάτι]], [[πρόσωπο]], όψη, σε Όμηρ., Ησίοδ.· εἰςὦπα [[ἰδέσθαι]] τινί, [[κοιτάζω]] κάποιον [[κατάματα]], σε Ομήρ. Ιλ.· και απόλ., εἰς ὦπα [[ἰδέσθαι]], σε Ομήρ. Οδ.· [[αλλά]], <i>θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν</i>, (λέγεται για την Ελένη) είναι στο [[πρόσωπο]] όμοια με τις αθάνατες θεές, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὤψ:''' ἡ, Theocr. ὁ (acc. ὦπα, pl. тж. τὰ ὦπα) взгляд, вид, pl. глаза, лицо: εἰς ὦπα [[ἰδέσθαι]] Hom. смотреть в лицо, взглянуть в глаза; θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν Hom. на вид она казалась богиней; καταταξεῖς δάκρυσι ὦπας Theocr. с заплаканными глазами.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj