Anonymous

πόσος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑς" to "εῖς"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πόσος]], -η, -ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. [[κόσος]], -η, -ον, Α<br />(ερωτ. αντων.)<br /><b>1.</b> ποιας ποσότητας<br />α) ως [[προς]] τον αριθμό (α. «πόσοι πελάτες ήρθαν;» β. «πόσα [[παιδιά]] έχει;» γ. «κόσοι τινές εἰσιν oἱ λοιποί;», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β.) ως [[προς]] το [[πλήθος]] (α. «πόσοι ήταν στη [[συγκέντρωση]];» β. «πόσο στρατό είχαμε;» γ. «νεῶν πόσον δὴ [[πλῆθος]] ἦν Ἑλληνίδων;», <b>Αισχύλ.</b>)<br />γ) ως [[προς]] τον βαθμό, την [[ένταση]], την ισχύ (α. «[[πόσος]] ήταν ο [[σεισμός]];» β. «[[πόση]] [[αξιοπιστία]] έχει αυτός ο [[άνθρωπος]];» γ. «εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ [[σκότος]] ἐστί, τὸ [[σκότος]] πόσον;» ΚΔ.)<br />δ) ως [[προς]] την [[αξία]] ή την [[τιμή]] (α. «πόσο κάνει το [[τυρί]];» β. «πόσο [[πάει]] το [[κομμάτι]];» γ. «πόσον δίδως [[δῆτα]];», <b>Αριστοφ.</b>)<br />ε) ως [[προς]] την [[απόσταση]] (α. «πόσο [[είναι]] η Αθήνα από δω;» β. «πόσον ἄπεστιν [[ἐνθένδε]] τὸ [[στράτευμα]];», <b>Ξεν.</b>)<br />στ) ως [[προς]] τον χρόνο (α. «πόσο θα μείνεις;» β. «πόσο χρόνο χρειάζεσαι;» γ. «πόσον τίν' ἤδη δῆθ' ὁ Λάϊος χρόνον ἀφαντος ἔρρει;», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. ως επίρρ.) πολύ (α. «πόσο έξω πέφτει!» β. «πόσο κουράστηκα!» γ. «ὁ [[δῆμος]] ἀναβοᾷ πόσον δοκεῑς;», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐπὶ πόσῳ;» — με ποιο [[τίμημα]], πληρώνοντας πόσα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η ερωτ. αντων. <i>πό</i>-<i>σος</i> [[είναι]] παράγωγο σε -<i>yo</i>- IE επιρρήματος <i>k</i><sup>w</sup><i>oti</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>kati</i>, λατ. <i>quot</i>). Για τη [[ρίζα]] της λ. <i>k</i><sup>w</sup><i>o</i>- και τον ιων. τ. [[κόσος]], <b>βλ. λ.</b> <i>πο</i>-].
|mltxt=-η, -ο / [[πόσος]], -η, -ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. [[κόσος]], -η, -ον, Α<br />(ερωτ. αντων.)<br /><b>1.</b> ποιας ποσότητας<br />α) ως [[προς]] τον αριθμό (α. «πόσοι πελάτες ήρθαν;» β. «πόσα [[παιδιά]] έχει;» γ. «κόσοι τινές εἰσιν oἱ λοιποί;», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β.) ως [[προς]] το [[πλήθος]] (α. «πόσοι ήταν στη [[συγκέντρωση]];» β. «πόσο στρατό είχαμε;» γ. «νεῶν πόσον δὴ [[πλῆθος]] ἦν Ἑλληνίδων;», <b>Αισχύλ.</b>)<br />γ) ως [[προς]] τον βαθμό, την [[ένταση]], την ισχύ (α. «[[πόσος]] ήταν ο [[σεισμός]];» β. «[[πόση]] [[αξιοπιστία]] έχει αυτός ο [[άνθρωπος]];» γ. «εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ [[σκότος]] ἐστί, τὸ [[σκότος]] πόσον;» ΚΔ.)<br />δ) ως [[προς]] την [[αξία]] ή την [[τιμή]] (α. «πόσο κάνει το [[τυρί]];» β. «πόσο [[πάει]] το [[κομμάτι]];» γ. «πόσον δίδως [[δῆτα]];», <b>Αριστοφ.</b>)<br />ε) ως [[προς]] την [[απόσταση]] (α. «πόσο [[είναι]] η Αθήνα από δω;» β. «πόσον ἄπεστιν [[ἐνθένδε]] τὸ [[στράτευμα]];», <b>Ξεν.</b>)<br />στ) ως [[προς]] τον χρόνο (α. «πόσο θα μείνεις;» β. «πόσο χρόνο χρειάζεσαι;» γ. «πόσον τίν' ἤδη δῆθ' ὁ Λάϊος χρόνον ἀφαντος ἔρρει;», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. ως επίρρ.) πολύ (α. «πόσο έξω πέφτει!» β. «πόσο κουράστηκα!» γ. «ὁ [[δῆμος]] ἀναβοᾷ πόσον δοκεῖς;», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐπὶ πόσῳ;» — με ποιο [[τίμημα]], πληρώνοντας πόσα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η ερωτ. αντων. <i>πό</i>-<i>σος</i> [[είναι]] παράγωγο σε -<i>yo</i>- IE επιρρήματος <i>k</i><sup>w</sup><i>oti</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>kati</i>, λατ. <i>quot</i>). Για τη [[ρίζα]] της λ. <i>k</i><sup>w</sup><i>o</i>- και τον ιων. τ. [[κόσος]], <b>βλ. λ.</b> <i>πο</i>-].
}}
}}
{{lsm
{{lsm