Anonymous

πρόκειμαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑς" to "εῖς"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[κεῑμαι]]<br /><b>1.</b> [[κείμαι]], έχω τεθεί [[μπροστά]] από κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) <i>το προκείμενων</i>)<br />α) (σχετικά με λόγο) το [[θέμα]] που βρίσκεται υπό [[συζήτηση]] («ελάτε στο προκείμενο»)<br />β) <b>(λειτ.)</b> [[ψαλμικός]] [[στίχος]] που προτάσσεται από έναν ψαλμό και ψάλλεται ως εφύμνιο με καθέναν από τους στίχους του<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[εσπέρας]] [ή ημέρας] προκείμενο(ν)» — [[στίχος]] από τους ψαλμούς ορισμένος για [[κάθε]] [[μέρα]] της εβδομάδας ή [[εορτή]], ο [[οποίος]] ψάλλεται στον εσπερινό [[αμέσως]] [[μετά]] την είσοδο<br />θ) «προκείμενο(ν) του αποστόλου» — [[στίχος]] από τους ψαλμούς που διαβάζεται [[αμέσως]] [[πριν]] από το [[κείμενο]] του αποστόλου<br />γ) «το προκείμενο(ν) [[πράγμα]]» και «το προκείμενο [[ζήτημα]]» το [[ζήτημα]] ή η [[υπόθεση]] για τα οποία γίνεται [[λόγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] υπό [[συζήτηση]], [[είμαι]] υπό [[εκτέλεση]], υπό [[διεξαγωγή]] (α. «ενώπιόν σας πρόκειται μια σοβαρότατη [[υπόθεση]]<br />β. «ο προκείμενος [[αγώνας]] [[είναι]] [[σκληρός]]»)<br /><b>3.</b> (το αρσ. μτχ. ως επίθ.) <i>ο προκείμενος</i><br />α) αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]]<br />β) αυτός που ενδιαφέρει [[τώρα]] [[αμέσως]]<br /><b>4.</b> (το θηλ. μτχ. ως ουσ.) <i>η προκειμένη</i><br /><b>(λογ.)</b> καθεμιά από τις δύο κρίσεις του συλλογισμού, από τις οποίες συνάγεται το [[συμπέρασμα]]<br /><b>5.</b> (ως τριτοπρόσ.) <i>πρόκειται</i> και <i>επρόκειτο</i><br />μέλλει να... και έμελλε να..., θα συμβεί και θα συνέβαινε (α. «[[αύριο]] πρόκειται να γίνει στη [[βουλή]] η [[συζήτηση]] του φορολογικού νομοσχεδίου» β. «[[χθες]] επρόκειτο να έλθει στη [[χώρα]] μας ο [[πρόεδρος]]...»)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «εν προκειμένω» — στο [[θέμα]] που συζητάμε, που εκτίθεται αυτή τη [[στιγμή]]<br />β) «επί του προκειμένου» — ως [[προς]] το [[θέμα]] που μάς απασχολεί<br />γ) «προκειμένου να» — [[διότι]], εάν ή εφόσον μέλλει, ή [[είναι]] να συμβεί [[κάτι]] (α. «προκειμένου να έχω αρνητικές συνέπειες, δεν θα το [[κάνω]]» β. «προκειμένου να μετακομίσω, πούλησα αρκετά έπιπλα»<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως τριτοπρόσ.) <i>πρόκειται</i><br />τίθεται [[ζήτημα]], γίνεται [[λόγος]] (α. «πρόκειται για την [[ασφάλεια]] της χώρας» β. «πρόκειται για καθαρή [[τρέλα]]» γ. «πρόκειται ἡμῖν ζητεῖν», Λουκ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὁ προκείμενος [[νέκυς]]» και νεοελλ. «ο προκείμενος [[νεκρός]]» — ο [[πριν]] από την [[ταφή]] εκτεθειμένος [[νεκρός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(σχετικά με φαγητά) παρατίθεμαι («πλήθη... ἰχθύων, τῶν ἡγουμένων [[ἔμπροσθεν]] προκείμενα [[συνήθως]]», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κείμαι]], [[κατάκειμαι]] («[[ἄτιμος]] ὧδε [[πρόκειμαι]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κείμαι]] [[νεκρός]]<br /><b>3.</b> θάβομαι [[προηγουμένως]]<br /><b>4.</b> [[παρουσιάζομαι]] [[μπροστά]] σε κάποιον, [[υφίσταμαι]] ως [[αντικείμενο]] τών ενεργειών ή της προσοχής κάποιου («πρόκειται τῷ συμβουλεύοντι σκοπὸς τὸ [[συμφέρον]]», Αριστ.)<br /><b>5.</b> (συν. για [[κάτι]] δυσάρεστο) έχω παρουσιαστεί, έχω μπει στη [[μέση]] και [[υφίσταμαι]] («[[πόνος]] τε καὶ ἀγὼν [[ἔσχατος]] ψυχῇ πρόκειται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> σώζομαι, [[επιζώ]] («πάσης μούσης προοίμια θαυμαστῶς ἐσπουδασμένα πρό-, κειται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> έχω καθοριστεί ή συμφωνηθεί εκ τών προτέρων («αἱ προκείμεναι ἡμέραι» — οι προκαθορισμένες ημέρες)<br /><b>8.</b> (για νόμο ή [[ποινή]]) έχω τεθεί εκ τών προτέρων, [[ισχύω]] (α. «νόμους ὑπερβαίνουσα τοὺς προκειμένους», <b>Σοφ.</b><br />β. «πολλῶν ἁμαρτημάτων θανάτου ζημίαι πρόκεινται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>9.</b> έχω λεχθεί [[πρώτος]] («οὐ πρόκειται τοῦ λόγου τὸ τί ἐστιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>10.</b> (για όρος, [[ακρωτήριο]], [[νησί]]) υπάρχει [[μπροστά]] από [[κάτι]] («τὰ προκείμενα τῆς χώρας ὄρη», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>11.</b> [[προηγούμαι]] (α. «προκείμενόν [τι]» — μια προηγούμενη [[λέξη]], Απολλ. Δύσκ.<br />β. «[[γράμμα]] [[προκείμενον]]» — αρχικό [[γράμμα]], Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>12.</b> έχω μνημονευθεί πρωτύτερα (α. «[[χρόνος]] ὁ προκείμενος», πάπ.<br />β. «τοῦ προκειμένου ἔτους» — του προμνημονευθέντος, πάπ.)<br /><b>13.</b> (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) <i>τὰ προκείμενα</i><br />τα παρόντα, σε [[αντιδιαστολή]] με τα μέλλοντα<br /><b>14.</b> <b>μτφ.</b> α) [[είμαι]] εκτεθειμένος σε [[κάτι]] («πρὸς ὕβριν [[πρόκειμαι]]», <b>Διόδ.</b>)<br />β) προβάλλομαι, προτείνομαι («γνῶμαι τρεῑς προκέατο [προύκειντο]» — [[τρεις]] γνώμες έχουν προταθεί, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ προκειμένη [[συμμαχία]]» — η εκ τών πραγμάτων προσφερόμενη [[συμμαχία]]<br />β) «πρόκειμαί τινος» — [[παράγω]], [[δημιουργώ]].
|mltxt=ΝΜΑ [[κεῑμαι]]<br /><b>1.</b> [[κείμαι]], έχω τεθεί [[μπροστά]] από κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) <i>το προκείμενων</i>)<br />α) (σχετικά με λόγο) το [[θέμα]] που βρίσκεται υπό [[συζήτηση]] («ελάτε στο προκείμενο»)<br />β) <b>(λειτ.)</b> [[ψαλμικός]] [[στίχος]] που προτάσσεται από έναν ψαλμό και ψάλλεται ως εφύμνιο με καθέναν από τους στίχους του<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[εσπέρας]] [ή ημέρας] προκείμενο(ν)» — [[στίχος]] από τους ψαλμούς ορισμένος για [[κάθε]] [[μέρα]] της εβδομάδας ή [[εορτή]], ο [[οποίος]] ψάλλεται στον εσπερινό [[αμέσως]] [[μετά]] την είσοδο<br />θ) «προκείμενο(ν) του αποστόλου» — [[στίχος]] από τους ψαλμούς που διαβάζεται [[αμέσως]] [[πριν]] από το [[κείμενο]] του αποστόλου<br />γ) «το προκείμενο(ν) [[πράγμα]]» και «το προκείμενο [[ζήτημα]]» το [[ζήτημα]] ή η [[υπόθεση]] για τα οποία γίνεται [[λόγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] υπό [[συζήτηση]], [[είμαι]] υπό [[εκτέλεση]], υπό [[διεξαγωγή]] (α. «ενώπιόν σας πρόκειται μια σοβαρότατη [[υπόθεση]]<br />β. «ο προκείμενος [[αγώνας]] [[είναι]] [[σκληρός]]»)<br /><b>3.</b> (το αρσ. μτχ. ως επίθ.) <i>ο προκείμενος</i><br />α) αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]]<br />β) αυτός που ενδιαφέρει [[τώρα]] [[αμέσως]]<br /><b>4.</b> (το θηλ. μτχ. ως ουσ.) <i>η προκειμένη</i><br /><b>(λογ.)</b> καθεμιά από τις δύο κρίσεις του συλλογισμού, από τις οποίες συνάγεται το [[συμπέρασμα]]<br /><b>5.</b> (ως τριτοπρόσ.) <i>πρόκειται</i> και <i>επρόκειτο</i><br />μέλλει να... και έμελλε να..., θα συμβεί και θα συνέβαινε (α. «[[αύριο]] πρόκειται να γίνει στη [[βουλή]] η [[συζήτηση]] του φορολογικού νομοσχεδίου» β. «[[χθες]] επρόκειτο να έλθει στη [[χώρα]] μας ο [[πρόεδρος]]...»)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «εν προκειμένω» — στο [[θέμα]] που συζητάμε, που εκτίθεται αυτή τη [[στιγμή]]<br />β) «επί του προκειμένου» — ως [[προς]] το [[θέμα]] που μάς απασχολεί<br />γ) «προκειμένου να» — [[διότι]], εάν ή εφόσον μέλλει, ή [[είναι]] να συμβεί [[κάτι]] (α. «προκειμένου να έχω αρνητικές συνέπειες, δεν θα το [[κάνω]]» β. «προκειμένου να μετακομίσω, πούλησα αρκετά έπιπλα»<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως τριτοπρόσ.) <i>πρόκειται</i><br />τίθεται [[ζήτημα]], γίνεται [[λόγος]] (α. «πρόκειται για την [[ασφάλεια]] της χώρας» β. «πρόκειται για καθαρή [[τρέλα]]» γ. «πρόκειται ἡμῖν ζητεῖν», Λουκ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὁ προκείμενος [[νέκυς]]» και νεοελλ. «ο προκείμενος [[νεκρός]]» — ο [[πριν]] από την [[ταφή]] εκτεθειμένος [[νεκρός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(σχετικά με φαγητά) παρατίθεμαι («πλήθη... ἰχθύων, τῶν ἡγουμένων [[ἔμπροσθεν]] προκείμενα [[συνήθως]]», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κείμαι]], [[κατάκειμαι]] («[[ἄτιμος]] ὧδε [[πρόκειμαι]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κείμαι]] [[νεκρός]]<br /><b>3.</b> θάβομαι [[προηγουμένως]]<br /><b>4.</b> [[παρουσιάζομαι]] [[μπροστά]] σε κάποιον, [[υφίσταμαι]] ως [[αντικείμενο]] τών ενεργειών ή της προσοχής κάποιου («πρόκειται τῷ συμβουλεύοντι σκοπὸς τὸ [[συμφέρον]]», Αριστ.)<br /><b>5.</b> (συν. για [[κάτι]] δυσάρεστο) έχω παρουσιαστεί, έχω μπει στη [[μέση]] και [[υφίσταμαι]] («[[πόνος]] τε καὶ ἀγὼν [[ἔσχατος]] ψυχῇ πρόκειται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> σώζομαι, [[επιζώ]] («πάσης μούσης προοίμια θαυμαστῶς ἐσπουδασμένα πρό-, κειται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> έχω καθοριστεί ή συμφωνηθεί εκ τών προτέρων («αἱ προκείμεναι ἡμέραι» — οι προκαθορισμένες ημέρες)<br /><b>8.</b> (για νόμο ή [[ποινή]]) έχω τεθεί εκ τών προτέρων, [[ισχύω]] (α. «νόμους ὑπερβαίνουσα τοὺς προκειμένους», <b>Σοφ.</b><br />β. «πολλῶν ἁμαρτημάτων θανάτου ζημίαι πρόκεινται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>9.</b> έχω λεχθεί [[πρώτος]] («οὐ πρόκειται τοῦ λόγου τὸ τί ἐστιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>10.</b> (για όρος, [[ακρωτήριο]], [[νησί]]) υπάρχει [[μπροστά]] από [[κάτι]] («τὰ προκείμενα τῆς χώρας ὄρη», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>11.</b> [[προηγούμαι]] (α. «προκείμενόν [τι]» — μια προηγούμενη [[λέξη]], Απολλ. Δύσκ.<br />β. «[[γράμμα]] [[προκείμενον]]» — αρχικό [[γράμμα]], Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>12.</b> έχω μνημονευθεί πρωτύτερα (α. «[[χρόνος]] ὁ προκείμενος», πάπ.<br />β. «τοῦ προκειμένου ἔτους» — του προμνημονευθέντος, πάπ.)<br /><b>13.</b> (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) <i>τὰ προκείμενα</i><br />τα παρόντα, σε [[αντιδιαστολή]] με τα μέλλοντα<br /><b>14.</b> <b>μτφ.</b> α) [[είμαι]] εκτεθειμένος σε [[κάτι]] («πρὸς ὕβριν [[πρόκειμαι]]», <b>Διόδ.</b>)<br />β) προβάλλομαι, προτείνομαι («γνῶμαι τρεῖς προκέατο [προύκειντο]» — [[τρεις]] γνώμες έχουν προταθεί, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ προκειμένη [[συμμαχία]]» — η εκ τών πραγμάτων προσφερόμενη [[συμμαχία]]<br />β) «πρόκειμαί τινος» — [[παράγω]], [[δημιουργώ]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm