Anonymous

χρέος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και [[χρῆος]] και αττ. τ. [[χρέως]] και βοιωτ. τ. [[χρίος]] και αρκαδ. τ. πληθ. [[χρήατα]] και κρητ. τ. πληθ. [[χρήϊα]], τὰ, Α<br />[[κάθε]] [[οφειλή]] σε [[χρήμα]], σε [[είδος]] ή σε [[υπηρεσία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> η [[παροχή]], στο [[πλαίσιο]] μιας ενοχικής σχέσης, θεωρούμενη από την [[πλευρά]] του οφειλέτη<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ηθική]] [[υποχρέωση]], [[καθήκον]] («έχουμε [[χρέος]] να υπερασπίζουμε την [[πατρίδα]]»)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> (<i>τα</i>)<i>χρέη</i><br />διοικητικά ή υπηρεσιακά καθήκοντα («εκτελεί χρέη διευθυντή»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δημόσιο]] [[χρέος]]» — <b>βλ.</b> [[δημόσιος]]<br />β) «[[διαγραφή]] [[χρεών]]» — η [[απάλειψη]] από τα [[δημόσια]] βιβλία τών [[χρεών]] [[προς]] το [[δημόσιο]] ενός οφειλέτη, στην οποία προβαίνουν οι αρμόδιες κρατικές αρχές με διοικητική [[πράξη]]<br />γ) «ενυπόθηκο [[χρέος]]» — το [[χρέος]] που διασφαλίζεται με [[υποθήκη]]<br />δ) «κυμαινόμενο [[χρέος]]» — [[χρέος]] που το ύψος του κυμαίνεται από περίοδο σε περίοδο<br />ε) «ληξιπρόθεσμο [[χρέος]]» — [[χρέος]] που έγινε απαιτητό [[επειδή]] έληξε η [[προθεσμία]] εξόφλησής του<br />στ) «πάγιο [[χρέος]]»<br />i) το [[χρέος]] που έχει παγιωθεί<br />ii) το [[τμήμα]] του χρέους που διατηρείται σταθερό<br />ζ) «[[χρέος]] [[τιμής]]»<br />i) (ως [[χαρτοπαικτικός]] όρος) [[οφειλή]] [[μεταξύ]] χαρτοπαικτών η οποία [[πρέπει]] να εξοφληθεί [[μέσα]] σε [[διάστημα]] 24 ωρών<br />ii) <b>μτφ.</b> επιβεβλημένη [[ηθική]] [[υποχρέωση]], [[καθήκον]] επιβαλλόμενο για ηθικούς λόγους<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «όποιος αγαπά τα χρέη έχει σύντροφο το [[ψέμα]]» — δηλώνει ότι [[εκείνος]] που έχει [[πολλά]] χρέη, [[επειδή]] αδυνατεί να τά εξοφλήσει εμπρόθεσμα, καταφεύγει σε ψεύτικες δικαιολογίες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (στην ΠΔ) ο [[θάνατος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]]) [[υποχρέωση]] για την [[απόδοση]] και την [[αποζημίωση]] κλεμμένων βοσκημάτων<br /><b>2.</b> (στην [[ποίηση]]) αναγκαία [[εργασία]]<br /><b>3.</b> επιδιωκόμενος [[σκοπός]]<br /><b>4.</b> χρήσιμο, ωφέλιμο [[πράγμα]]<br /><b>5.</b> [[έργο]], [[απασχόληση]], [[υπόθεση]] («τὸ σὸν μελέσθω... φρουρῆσαι [[χρέος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[ανάγκη]], [[χρεία]]<br /><b>7.</b> [[ισχύς]], [[κύρος]]<br /><b>8.</b> (σε [[περίφραση]]) [[πράγμα]] [[παράδοξο]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χρέος]] [[πράσσω]] τινά» — [[εισπράττω]] [[οφειλή]] (Πίνδ)<br />β) «ἐμὸν καταισχύνει [[χρέος]]» — [[ντρέπομαι]] [[επειδή]] δεν εξόφλησα τα χρέη μου<br />(<b>Πίνδ.</b>)<br />γ) «[[χρέος]] [[ἀποδίδωμι]]» — [[πληρώνω]] τα χρέη μου (<b>Ηρόδ.</b>)<br />δ) «[[χρέος]] [[δίδωμι]]» — [[δανείζω]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />ε) «[[χρέος]] [[λαμβάνω]]» — δανείζομαι (<b>Ηρόδ.</b>)<br />στ) «[[χρέα]] ἐκπληρῶ [ή [[διαλύω]]]» — [[εξοφλώ]] τα χρέη μου<br />ζ) «τί [[χρέος]];» — για ποιο λόγο, [[γιατί]];<br />η) «κατὰ [[χρέος]]»<br />i) (στην <b>Ομ. Οδ.</b>) για να πάρω χρησμό από το [[μαντείο]]<br />ii) όπως [[είναι]] [[πρέπον]], όπως [[είναι]] σωστό (Υμν. Ερμ.)<br />θ) «παρὰ [[χρέος]]» — [[αμέσως]], [[παραχρήμα]] (<b>Νίκ.</b>)<br />ι) «τὸ συνδρῶν [[χρέος]]» — το [[γεγονός]] ότι [[κάποιος]] [[είναι]] [[συνεργός]] σε [[κάτι]] (<b>Ευρ.</b>)<br />ια) «χρεῶν [[ἀποκοπή]]» — <b>βλ.</b> [[αποκοπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του τ. <i>χρή</i> «[[πρέπει]], χρειάζεται», με την κατάλ. -<i>ος</i> τών σιγμόληκτων ουδ. Αρχικός θεωρείται ο τ. [[χρῆος]], ο [[οποίος]] απαντά και με τη [[μορφή]] [[χρεῖος]] στο ομηρικό [[κείμενο]], [[αλλά]] και [[χρέως]] (με [[αντιμεταχώρηση]]) και [[χρείως]] (<span style="color: red;"><</span> [[χρεῖος]], με [[έκταση]]), ενώ ο τ. που επικράτησε [[είναι]] ο τ. [[χρέος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χρηος</i>, με [[βράχυνση]] του -<i>η</i>- προ φωνήεντος, <b>πρβλ.</b> <i>ἠώς</i> > <i>ἕως</i>). Η λ. από αρχική σημ. «[[οτιδήποτε]] χρησιμοποιεί [[κανείς]] για να πράξει [[κάτι]]» έλαβε [[επίσης]] τις σημ. «[[ανάγκη]]», «αναγκαία [[εργασία]], [[υπόθεση]]», «[[σκοπός]]» και, [[κυρίως]], «[[δάνειο]] που έχει συναφθεί και που [[πρέπει]] να εξοφληθεί». Η λ. [[χρέος]], με την τελευταία αυτή σημ., πέρασε στο δικανικό [[λεξιλόγιο]] και εξελίχθηκε στη σημ. «αυτό που οφείλει, που χρωστά [[κανείς]]», η οποία διατηρείται και στη Νέα Ελληνική, όπου, επί [[πλέον]], η λ. χρησιμοποιήθηκε μτφ. για να δηλώσει την [[ηθική]] [[υποχρέωση]], το [[καθήκον]]. Η λ. [[χρέος]] /[[χρέως]], [[τέλος]], απαντά ως α' συνθετικό λ. με τις μορφές <i>χρε</i>(<i>ο</i>)- (<b>πρβλ.</b> <i>χρε</i>-[[αγωγός]], <i>χρεο</i>-<i>δοσία</i>) και [[κυρίως]] <i>χρεω</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>χρεω</i>-<i>κοπῶ</i>) και ως β' συνθετικό με τις μορφές -<i>χρεος</i> και -<i>χρεως</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀξιό</i>-<i>χρεος</i> / -<i>χρεως</i>, <i>ὑπό</i>-<i>χρεος</i> / -<i>χρεως</i>)].
|mltxt=-ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῖος και [[χρῆος]] και αττ. τ. [[χρέως]] και βοιωτ. τ. [[χρίος]] και αρκαδ. τ. πληθ. [[χρήατα]] και κρητ. τ. πληθ. [[χρήϊα]], τὰ, Α<br />[[κάθε]] [[οφειλή]] σε [[χρήμα]], σε [[είδος]] ή σε [[υπηρεσία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> η [[παροχή]], στο [[πλαίσιο]] μιας ενοχικής σχέσης, θεωρούμενη από την [[πλευρά]] του οφειλέτη<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ηθική]] [[υποχρέωση]], [[καθήκον]] («έχουμε [[χρέος]] να υπερασπίζουμε την [[πατρίδα]]»)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> (<i>τα</i>)<i>χρέη</i><br />διοικητικά ή υπηρεσιακά καθήκοντα («εκτελεί χρέη διευθυντή»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δημόσιο]] [[χρέος]]» — <b>βλ.</b> [[δημόσιος]]<br />β) «[[διαγραφή]] [[χρεών]]» — η [[απάλειψη]] από τα [[δημόσια]] βιβλία τών [[χρεών]] [[προς]] το [[δημόσιο]] ενός οφειλέτη, στην οποία προβαίνουν οι αρμόδιες κρατικές αρχές με διοικητική [[πράξη]]<br />γ) «ενυπόθηκο [[χρέος]]» — το [[χρέος]] που διασφαλίζεται με [[υποθήκη]]<br />δ) «κυμαινόμενο [[χρέος]]» — [[χρέος]] που το ύψος του κυμαίνεται από περίοδο σε περίοδο<br />ε) «ληξιπρόθεσμο [[χρέος]]» — [[χρέος]] που έγινε απαιτητό [[επειδή]] έληξε η [[προθεσμία]] εξόφλησής του<br />στ) «πάγιο [[χρέος]]»<br />i) το [[χρέος]] που έχει παγιωθεί<br />ii) το [[τμήμα]] του χρέους που διατηρείται σταθερό<br />ζ) «[[χρέος]] [[τιμής]]»<br />i) (ως [[χαρτοπαικτικός]] όρος) [[οφειλή]] [[μεταξύ]] χαρτοπαικτών η οποία [[πρέπει]] να εξοφληθεί [[μέσα]] σε [[διάστημα]] 24 ωρών<br />ii) <b>μτφ.</b> επιβεβλημένη [[ηθική]] [[υποχρέωση]], [[καθήκον]] επιβαλλόμενο για ηθικούς λόγους<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «όποιος αγαπά τα χρέη έχει σύντροφο το [[ψέμα]]» — δηλώνει ότι [[εκείνος]] που έχει [[πολλά]] χρέη, [[επειδή]] αδυνατεί να τά εξοφλήσει εμπρόθεσμα, καταφεύγει σε ψεύτικες δικαιολογίες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (στην ΠΔ) ο [[θάνατος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]]) [[υποχρέωση]] για την [[απόδοση]] και την [[αποζημίωση]] κλεμμένων βοσκημάτων<br /><b>2.</b> (στην [[ποίηση]]) αναγκαία [[εργασία]]<br /><b>3.</b> επιδιωκόμενος [[σκοπός]]<br /><b>4.</b> χρήσιμο, ωφέλιμο [[πράγμα]]<br /><b>5.</b> [[έργο]], [[απασχόληση]], [[υπόθεση]] («τὸ σὸν μελέσθω... φρουρῆσαι [[χρέος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[ανάγκη]], [[χρεία]]<br /><b>7.</b> [[ισχύς]], [[κύρος]]<br /><b>8.</b> (σε [[περίφραση]]) [[πράγμα]] [[παράδοξο]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χρέος]] [[πράσσω]] τινά» — [[εισπράττω]] [[οφειλή]] (Πίνδ)<br />β) «ἐμὸν καταισχύνει [[χρέος]]» — [[ντρέπομαι]] [[επειδή]] δεν εξόφλησα τα χρέη μου<br />(<b>Πίνδ.</b>)<br />γ) «[[χρέος]] [[ἀποδίδωμι]]» — [[πληρώνω]] τα χρέη μου (<b>Ηρόδ.</b>)<br />δ) «[[χρέος]] [[δίδωμι]]» — [[δανείζω]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />ε) «[[χρέος]] [[λαμβάνω]]» — δανείζομαι (<b>Ηρόδ.</b>)<br />στ) «[[χρέα]] ἐκπληρῶ [ή [[διαλύω]]]» — [[εξοφλώ]] τα χρέη μου<br />ζ) «τί [[χρέος]];» — για ποιο λόγο, [[γιατί]];<br />η) «κατὰ [[χρέος]]»<br />i) (στην <b>Ομ. Οδ.</b>) για να πάρω χρησμό από το [[μαντείο]]<br />ii) όπως [[είναι]] [[πρέπον]], όπως [[είναι]] σωστό (Υμν. Ερμ.)<br />θ) «παρὰ [[χρέος]]» — [[αμέσως]], [[παραχρήμα]] (<b>Νίκ.</b>)<br />ι) «τὸ συνδρῶν [[χρέος]]» — το [[γεγονός]] ότι [[κάποιος]] [[είναι]] [[συνεργός]] σε [[κάτι]] (<b>Ευρ.</b>)<br />ια) «χρεῶν [[ἀποκοπή]]» — <b>βλ.</b> [[αποκοπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του τ. <i>χρή</i> «[[πρέπει]], χρειάζεται», με την κατάλ. -<i>ος</i> τών σιγμόληκτων ουδ. Αρχικός θεωρείται ο τ. [[χρῆος]], ο [[οποίος]] απαντά και με τη [[μορφή]] [[χρεῖος]] στο ομηρικό [[κείμενο]], [[αλλά]] και [[χρέως]] (με [[αντιμεταχώρηση]]) και [[χρείως]] (<span style="color: red;"><</span> [[χρεῖος]], με [[έκταση]]), ενώ ο τ. που επικράτησε [[είναι]] ο τ. [[χρέος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χρηος</i>, με [[βράχυνση]] του -<i>η</i>- προ φωνήεντος, <b>πρβλ.</b> <i>ἠώς</i> > <i>ἕως</i>). Η λ. από αρχική σημ. «[[οτιδήποτε]] χρησιμοποιεί [[κανείς]] για να πράξει [[κάτι]]» έλαβε [[επίσης]] τις σημ. «[[ανάγκη]]», «αναγκαία [[εργασία]], [[υπόθεση]]», «[[σκοπός]]» και, [[κυρίως]], «[[δάνειο]] που έχει συναφθεί και που [[πρέπει]] να εξοφληθεί». Η λ. [[χρέος]], με την τελευταία αυτή σημ., πέρασε στο δικανικό [[λεξιλόγιο]] και εξελίχθηκε στη σημ. «αυτό που οφείλει, που χρωστά [[κανείς]]», η οποία διατηρείται και στη Νέα Ελληνική, όπου, επί [[πλέον]], η λ. χρησιμοποιήθηκε μτφ. για να δηλώσει την [[ηθική]] [[υποχρέωση]], το [[καθήκον]]. Η λ. [[χρέος]] /[[χρέως]], [[τέλος]], απαντά ως α' συνθετικό λ. με τις μορφές <i>χρε</i>(<i>ο</i>)- (<b>πρβλ.</b> <i>χρε</i>-[[αγωγός]], <i>χρεο</i>-<i>δοσία</i>) και [[κυρίως]] <i>χρεω</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>χρεω</i>-<i>κοπῶ</i>) και ως β' συνθετικό με τις μορφές -<i>χρεος</i> και -<i>χρεως</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀξιό</i>-<i>χρεος</i> / -<i>χρεως</i>, <i>ὑπό</i>-<i>χρεος</i> / -<i>χρεως</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm