Anonymous

ὁμαρτέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμαρτῶ]], [[ὁμαρτέω]] (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ταυτοχρόνως με κάποιον [[άλλο]] («ἐξ οἴκου βῆσαν ὁμαρτήσαντες ἅμ' [[ἄμφω]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνοδεύω]], [[συμπορεύομαι]], [[συμβαδίζω]] («ἐν νηΐ θοῇ ἤ πεζὸς ὁμαρτέων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> επιτίθεμαι [[μαζί]] με άλλον («ἀστακτὶ δὲ σὺν ταῖς παρθένοις στένοντες ὡμαρτοῦμεν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[καταδιώκω]]<br /><b>5.</b> (για πράγματα) [[ακολουθώ]], [[συνοδεύω]] («τῷ γήρᾳ φιλεῑ χὠ νοῦς ὁμαρτεῖν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[επισυμβαίνω]], παρεμπίμπτω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>ὁμαρτῶ</i> και το επίρρ. [[ὁμαρτῆ]] αντιστοιχούν στους αρχαιότερους τ. <i>ἁμαρτῶ</i> και <i>ἁμαρτή</i> και έχουν σχηματιστεί πιθ. κατ' [[επίδραση]] του επιρρ. [[ὁμοῦ]] (<b>βλ. λ.</b> [[ἁμαρτῆ]])].
|mltxt=[[ὁμαρτῶ]], [[ὁμαρτέω]] (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ταυτοχρόνως με κάποιον [[άλλο]] («ἐξ οἴκου βῆσαν ὁμαρτήσαντες ἅμ' [[ἄμφω]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνοδεύω]], [[συμπορεύομαι]], [[συμβαδίζω]] («ἐν νηΐ θοῇ ἤ πεζὸς ὁμαρτέων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> επιτίθεμαι [[μαζί]] με άλλον («ἀστακτὶ δὲ σὺν ταῖς παρθένοις στένοντες ὡμαρτοῦμεν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[καταδιώκω]]<br /><b>5.</b> (για πράγματα) [[ακολουθώ]], [[συνοδεύω]] («τῷ γήρᾳ φιλεῖ χὠ νοῦς ὁμαρτεῖν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[επισυμβαίνω]], παρεμπίμπτω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>ὁμαρτῶ</i> και το επίρρ. [[ὁμαρτῆ]] αντιστοιχούν στους αρχαιότερους τ. <i>ἁμαρτῶ</i> και <i>ἁμαρτή</i> και έχουν σχηματιστεί πιθ. κατ' [[επίδραση]] του επιρρ. [[ὁμοῦ]] (<b>βλ. λ.</b> [[ἁμαρτῆ]])].
}}
}}
{{etym
{{etym