Anonymous

μορμολύκειον: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "<b class="b2">([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to "$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
(CSV import)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[μορμολυκεῖον]].
|btext=<i>c.</i> [[μορμολυκεῖον]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=φόβητρο). Ἀπό το [[μορμολύττομαι]] (=[[φοβερίζω]]) πού παράγεται ἀπό τό [[μόρμορος]] (=[[φόβος]]) (ρίζα μυρἠχοποίητη → [[μορμύρω]], [[μορμυρίζω]]). Ἴσως ἀκόμη νά παράγεται ἀπό τό [[Μορμώ]] (=θηλυκό [[τέρας]], φοβερό, μέ τό ὁποῖο οἱ παραμάνες φοβέριζαν τά [[παιδιά]]) + [[λύκος]].
}}
}}