Anonymous

μορμολύκειον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=φόβητρο). Ἀπό το [[μορμολύττομαι]] (=[[φοβερίζω]]) πού παράγεται ἀπό τό [[μόρμορος]] (=[[φόβος]]) (ρίζα μυρἠχοποίητη → [[μορμύρω]], [[μορμυρίζω]]). Ἴσως ἀκόμη νά παράγεται ἀπό τό [[Μορμώ]] (=θηλυκό [[τέρας]], φοβερό, μέ τό ὁποῖο οἱ παραμάνες φοβέριζαν τά [[παιδιά]]) + [[λύκος]].
|mantxt=(=[[φόβητρο]]). Ἀπό το [[μορμολύττομαι]] (=[[φοβερίζω]]) πού παράγεται ἀπό τό [[μόρμορος]] (=[[φόβος]]) (ρίζα μυρἠχοποίητη → [[μορμύρω]], [[μορμυρίζω]]). Ἴσως ἀκόμη νά παράγεται ἀπό τό [[Μορμώ]] (=θηλυκό [[τέρας]], φοβερό, μέ τό ὁποῖο οἱ παραμάνες φοβέριζαν τά [[παιδιά]]) + [[λύκος]].
}}
}}