στενοχωρῶ: Difference between revisions

CSV import
(Created page with "{{grml |mltxt=στενοχωρῶ, στενοχωρέω, ΝΜΑ, και στεναχωρώ, μέσ. και στενοχωριέμαι και στενοχωρ...")
 
(CSV import)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[στενοχωρῶ]], [[στενοχωρέω]], ΝΜΑ, και [[στεναχωρώ]], μέσ. και [[στενοχωριέμαι]] και [[στενοχωριούμαι]] και [[στεναχωριέμαι]] και [[στεναχωριούμαι]] Ν [[στενόχωρος]] / [[στενάχωρος]]]<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] κάποιον σε δύσκολη [[θέση]], του [[προξενώ]] [[στενοχώρια]], τον [[πικραίνω]] («μέ στενοχώρησε πολύ με τη [[συμπεριφορά]] του»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[στενοχωρούμαι]], [[στενοχωρέομαι]] α) [[θλίβομαι]], [[λυπάμαι]]<br />β) [[δυσανασχετώ]], [[δυσφορώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[στενοχωρημένος]], <i>στενοχωρημένη</i>, -<i>ο</i><br /><b>μτφ.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[δυσχέρεια]], που αντιμετωπίζει δυσκολίες και [[ιδίως]] οικονομικές («είμαστε πολύ στενοχωρημένοι [[φέτος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[έλλειψη]] χώρου, δεν έχω [[ευρυχωρία]]<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> συνωστίζω, [[στρυμώχνω]], [[στοιβάζω]] («στενοχωρεῖς τὰς πύλας», Χαρίτ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> βρίσκομαι σε [[αμηχανία]], δυσκολεύομαι («εἰς τὴν ἀκρίβειαν τῆς ἑρμηνείας στενοχωρεῖ ὁ [[λόγος]]», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> περιορίζομαι («ὁ Ευφράτης στενοχωρούμενος», Ισίδ. Χαρ.).
|mltxt=[[στενοχωρῶ]], [[στενοχωρέω]], ΝΜΑ, και [[στεναχωρώ]], μέσ. και [[στενοχωριέμαι]] και [[στενοχωριούμαι]] και [[στεναχωριέμαι]] και [[στεναχωριούμαι]] Ν [[στενόχωρος]] / [[στενάχωρος]]]<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] κάποιον σε δύσκολη [[θέση]], του [[προξενώ]] [[στενοχώρια]], τον [[πικραίνω]] («μέ στενοχώρησε πολύ με τη [[συμπεριφορά]] του»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[στενοχωρούμαι]], [[στενοχωρέομαι]] α) [[θλίβομαι]], [[λυπάμαι]]<br />β) [[δυσανασχετώ]], [[δυσφορώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[στενοχωρημένος]], <i>στενοχωρημένη</i>, -<i>ο</i><br /><b>μτφ.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[δυσχέρεια]], που αντιμετωπίζει δυσκολίες και [[ιδίως]] οικονομικές («είμαστε πολύ στενοχωρημένοι [[φέτος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[έλλειψη]] χώρου, δεν έχω [[ευρυχωρία]]<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> συνωστίζω, [[στρυμώχνω]], [[στοιβάζω]] («στενοχωρεῖς τὰς πύλας», Χαρίτ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> βρίσκομαι σε [[αμηχανία]], δυσκολεύομαι («εἰς τὴν ἀκρίβειαν τῆς ἑρμηνείας στενοχωρεῖ ὁ [[λόγος]]», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> περιορίζομαι («ὁ Ευφράτης στενοχωρούμενος», Ισίδ. Χαρ.).
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[στενός]] + [[χωρέω]] -ῶ. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[στενοχώρημα]], [[στενόχωρος]], [[στενοχώρησις]], [[στενοχωρητικός]], [[στενοχωρία]].
}}
}}