στεναχωρώ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
Greek Monolingual
στενοχωρῶ, στενοχωρέω, ΝΜΑ, και στεναχωρώ, μέσ. και στενοχωριέμαι και στενοχωριούμαι και στεναχωριέμαι και στεναχωριούμαι Ν στενόχωρος / στενάχωρος]
1. φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση, του προξενώ στενοχώρια, τον πικραίνω («μέ στενοχώρησε πολύ με τη συμπεριφορά του»)
2. μέσ. στενοχωρούμαι, στενοχωρέομαι α) θλίβομαι, λυπάμαι
β) δυσανασχετώ, δυσφορώ
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) στενοχωρημένος, στενοχωρημένη, -ο
μτφ. αυτός που βρίσκεται σε δυσχέρεια, που αντιμετωπίζει δυσκολίες και ιδίως οικονομικές («είμαστε πολύ στενοχωρημένοι φέτος»)
αρχ.
1. έχω έλλειψη χώρου, δεν έχω ευρυχωρία
2. (μτβ.) συνωστίζω, στρυμώχνω, στοιβάζω («στενοχωρεῖς τὰς πύλας», Χαρίτ.)
3. μτφ. βρίσκομαι σε αμηχανία, δυσκολεύομαι («εἰς τὴν ἀκρίβειαν τῆς ἑρμηνείας στενοχωρεῖ ὁ λόγος», Ιπποκρ.)
4. μέσ. περιορίζομαι («ὁ Ευφράτης στενοχωρούμενος», Ισίδ. Χαρ.).