Anonymous

νέος: Difference between revisions

From LSJ
790 bytes added ,  15 October 2022
CSV import
(CSV import)
(CSV import)
Line 63: Line 63:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό ρίζα νεϝ→ νέϝ-ος (Λατιν. [[novus]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[νεάζω]], [[νεαλής]], [[νεανίας]], [[νεανιεύομαι]] (=φέρνομαι νεανικά), [[νεανικός]], [[νεᾶνις]] -ιδος (=παρθένα), [[νεανίσκος]] (=παλληκαράκι), [[νεαρός]], [[νέατος]] (=[[τελευταῖος]]), [[νεάω]] (=ὀργώνω καινούργιο χωράφι), [[νεατός]] (=χωράφι πού [[μόλις]] καλλιεργήθηκε), [[νειός]] (=νέα [[γῆ]]), νειοποιῶ, [[νεοσσός]], [[νεοσσιά]], [[νεότης]], [[νεοχμός]], νεοχμῶ (=[[νεωτερίζω]]), [[νεόω]] (=ἀνανεώνω), [[νεωστί]], [[νεώτερος]], [[νεωτερίζω]], [[νεωτερισμός]], καί τά σύνθετα [[νεηθαλής]] [[νεοθηλής]] [[νεοθαλής]], [[νέηλυς]], [[νεοδαμώδης]], [[νεόδμητος]], [[νεολαία]], [[νεοπαγής]], [[Νεοπτόλεμος]] (=ὁ γιός τοῦ Ἀχιλλέα, [[νέος]] [[πολεμιστής]], [[ἐπειδή]] ἦρθε ἀργά στήν [[Τροία]]), [[νεότευκτος]], [[νουμηνία]]. Ἴσως καί τό [[νεβρός]] (=ἐλαφάκι) (ἀπό τό [[νεαρός]], συνηρ. [[νηρός]], τό [[νηρόν]] [[ὕδωρ]], τό νερό, [[ἄν]] δέν παράγεται ἀπό τό [[νάω]]), [[νεαίρετος]], -ον (=αὐτός πού [[μόλις]] πιάστηκε, κυριεύτηκε), [[νεηκονής]], -ές ([[ἀκόνη]]) (=κοφτερός), [[νεήλατος]], -ον ([[ἐλαύνω]]) (=νεοαλεσμένος), [[νεήφατος]], -ον (=αὐτός πού [[μόλις]] ἐκφωνήθηκε), [[νεοαρδής]], -ές (=αὐτός πού [[μόλις]] ποτίστηκε), [[νεόγυιος]], -ον ([[γυῖον]]) (=[[νέος]]), [[νεόδροπος]], -ον καί [[νεοζυγής]] καί [[νεόζυγος]] καί [[νεόζυξ]] (=αὐτός πού [[μόλις]] παντρεύτηκε), [[νεοθήξ]] (-ῆγος), ὁ, ἡ (=αὐτός πού [[μόλις]] ἀκονίστηκε), [[νέοικος]], -ον (=[[νέος]] [[πολίτης]]), [[νεοκηδής]], -ές ([[κῆδος]]) (=αὐτός πού [[ἔχει]] πρόσφατο [[πένθος]]), [[νεόκμητος]], -ον (=αὐτός πού πρόσφατα σφάχτηκε), [[νεόκοτος]], -ον ([[παράδοξος]]), [[νεοκράς]] (-ᾶτος), ὁ, ἡ ([[κεράννυμι]]) (=αὐτός πού [[μόλις]] ἀναμείχτηκε), [[νεόπριστος]], -ον (=αὐτός πού [[μόλις]] πριονίστηκε) [[νεόρραντος]], -ον ([[ραίνω]]) (=αὐτός πού πρόσφατα χύθηκε), [[νεοσπαδής]], -ές ([[σπάω]]) καί [[νεοσπάς]] (-άδος), ὁ, ἡ (=αὐτός πού [[μόλις]] ἀποκόπηκε), [[νεόρρυτος]], -ον ([[ρύω]]) (=αὐτός πού [[μόλις]] σύρθηκε), [[νεοτελής]], -ές (=αὐτός πού [[μόλις]] μυήθηκε), [[νεότευκτος]], -ον καί [[νεοτευχής]], -ές ([[τεύχω]]), (=αὐτός πού [[μόλις]] κατασκευάστηκε), [[νεότοκος]], -ον ([[τίκτω]]) (=πού [[μόλις]] γεννήθηκε), [[νεοτόκος]], ἡ (=πού πρίν ἀπό λίγο γέννησε), [[νεώνητος]], -ον ([[ὠνέομαι]]) (=πού [[μόλις]] ἀγοράστηκε), [[νεώρης]], -ες ([[ὥρα]]) (=[[νέος]], [[πρόσφατος]]), [[νέωτα]], ἐπίρρ. ([[ἔτος]]) (=τόν ἑπόμενο χρόνο).
|mantxt=Ἀπό ρίζα νεϝ→ νέϝ-ος (Λατιν. [[novus]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[νεάζω]], [[νεαλής]], [[νεανίας]], [[νεανιεύομαι]] (=φέρνομαι νεανικά), [[νεανικός]], [[νεᾶνις]] -ιδος (=παρθένα), [[νεανίσκος]] (=παλληκαράκι), [[νεαρός]], [[νέατος]] (=[[τελευταῖος]]), [[νεάω]] (=ὀργώνω καινούργιο χωράφι), [[νεατός]] (=χωράφι πού [[μόλις]] καλλιεργήθηκε), [[νειός]] (=νέα [[γῆ]]), νειοποιῶ, [[νεοσσός]], [[νεοσσιά]], [[νεότης]], [[νεοχμός]], νεοχμῶ (=[[νεωτερίζω]]), [[νεόω]] (=ἀνανεώνω), [[νεωστί]], [[νεώτερος]], [[νεωτερίζω]], [[νεωτερισμός]], καί τά σύνθετα [[νεηθαλής]] [[νεοθηλής]] [[νεοθαλής]], [[νέηλυς]], [[νεοδαμώδης]], [[νεόδμητος]], [[νεολαία]], [[νεοπαγής]], [[Νεοπτόλεμος]] (=ὁ γιός τοῦ Ἀχιλλέα, [[νέος]] [[πολεμιστής]], [[ἐπειδή]] ἦρθε ἀργά στήν [[Τροία]]), [[νεότευκτος]], [[νουμηνία]]. Ἴσως καί τό [[νεβρός]] (=ἐλαφάκι) (ἀπό τό [[νεαρός]], συνηρ. [[νηρός]], τό [[νηρόν]] [[ὕδωρ]], τό νερό, [[ἄν]] δέν παράγεται ἀπό τό [[νάω]]), [[νεαίρετος]], -ον (=αὐτός πού [[μόλις]] πιάστηκε, κυριεύτηκε), [[νεηκονής]], -ές ([[ἀκόνη]]) (=κοφτερός), [[νεήλατος]], -ον ([[ἐλαύνω]]) (=νεοαλεσμένος), [[νεήφατος]], -ον (=αὐτός πού [[μόλις]] ἐκφωνήθηκε), [[νεοαρδής]], -ές (=αὐτός πού [[μόλις]] ποτίστηκε), [[νεόγυιος]], -ον ([[γυῖον]]) (=[[νέος]]), [[νεόδροπος]], -ον καί [[νεοζυγής]] καί [[νεόζυγος]] καί [[νεόζυξ]] (=αὐτός πού [[μόλις]] παντρεύτηκε), [[νεοθήξ]] (-ῆγος), ὁ, ἡ (=αὐτός πού [[μόλις]] ἀκονίστηκε), [[νέοικος]], -ον (=[[νέος]] [[πολίτης]]), [[νεοκηδής]], -ές ([[κῆδος]]) (=αὐτός πού [[ἔχει]] πρόσφατο [[πένθος]]), [[νεόκμητος]], -ον (=αὐτός πού πρόσφατα σφάχτηκε), [[νεόκοτος]], -ον ([[παράδοξος]]), [[νεοκράς]] (-ᾶτος), ὁ, ἡ ([[κεράννυμι]]) (=αὐτός πού [[μόλις]] ἀναμείχτηκε), [[νεόπριστος]], -ον (=αὐτός πού [[μόλις]] πριονίστηκε) [[νεόρραντος]], -ον ([[ραίνω]]) (=αὐτός πού πρόσφατα χύθηκε), [[νεοσπαδής]], -ές ([[σπάω]]) καί [[νεοσπάς]] (-άδος), ὁ, ἡ (=αὐτός πού [[μόλις]] ἀποκόπηκε), [[νεόρρυτος]], -ον ([[ρύω]]) (=αὐτός πού [[μόλις]] σύρθηκε), [[νεοτελής]], -ές (=αὐτός πού [[μόλις]] μυήθηκε), [[νεότευκτος]], -ον καί [[νεοτευχής]], -ές ([[τεύχω]]), (=αὐτός πού [[μόλις]] κατασκευάστηκε), [[νεότοκος]], -ον ([[τίκτω]]) (=πού [[μόλις]] γεννήθηκε), [[νεοτόκος]], ἡ (=πού πρίν ἀπό λίγο γέννησε), [[νεώνητος]], -ον ([[ὠνέομαι]]) (=πού [[μόλις]] ἀγοράστηκε), [[νεώρης]], -ες ([[ὥρα]]) (=[[νέος]], [[πρόσφατος]]), [[νέωτα]], ἐπίρρ. ([[ἔτος]]) (=τόν ἑπόμενο χρόνο).
}}
{{elmes
|esmgtx=-ον 1 [[joven]] de dioses νεώτατε, ἄνομε, ἀνίλαστε, ἀλιτάνευτε <b class="b3">jovencísimo, ingobernable, despiadado, inexorable</b> P IV 1775 Helios χαῖρε, Ἥλιε· ... σὺ εἶ ὁ νέος, εὐγενής, ἔγγονος ὁ τοῦ ἁγίου ναοῦ <b class="b3">te saludo, Helios, tú eres el joven, noble, descendiente del sagrado templo</b> P VII 516 Selene ἐλθέ μοι, ..., νυκτὸς ἄγαλμα, νέα <b class="b3">ven a mí, adorno de la noche, joven</b> P IV 2789 2 [[nuevo]] ref. a frutos παραθήσεις δὲ αὐτῷ παντοῖα γένη καρπῶν νέων πόπανά τε ζʹ <b class="b3">pondrás junto a él toda clase de frutos nuevos y siete pasteles</b> P XII 21
}}
}}