Anonymous

πίμπλημι: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
(CSV import)
(CSV import)
Line 54: Line 54:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[γεμίζω]]). Θέματα: α) ἰσχυρό: πλημέ ἐνεστ. ἀναδιπλ. πικαί εὐφωνικό μ → πί-μ-πλημι (παρατ.: ἐνεπίμπλην, μελλ. πλήσω, ἀόρ.: [[ἔπλησα]]), β) ἀσθενές: πλᾰ-, γ) πλεμέ μετάπτωση, δ) μέ μετάθεση καί ἑτεροίωση τοῦ ε σέ ο πολκαί ε) πληθ. ἀπό ὅπου ὁ παθ. μέλλ. ([[πλησθήσομαι]]) καί παθ. ἀόρ. ([[ἐπλήσθην]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[πλῆθος]], [[πληθυντικός]], [[πληθύνω]], [[πληθύς]] (-ύος), [[πληθυσμός]], [[πληθύω]] (=εἶμαι γεμάτος ἀπό κάτι), [[πλήθω]] (=εἶμαι γεμάτος), [[πληθώρη]], [[πληθωρικός]], [[πλημμυρίς]], πλημμυρῶ, [[πλήρης]] (=γεμάτος), πληρῶ, [[πλήρωμα]], [[πλήρωσις]], [[πληρωτέον]], [[πληρωτής]], [[πληρούντως]] (=ἐντελῶς), [[ἀπλήρωτος]] (=ἀχόρταγος), [[πλῆσμα]], [[πλήσμη]], [[πλησμονή]] (=[[χορτασμός]]), [[ἄπληστος]], [[ἐμπληστέος]], [[πλέθρον]] (=ἔκταση γεμάτη), [[πλέως]] -α-ων (=γεμάτος), (ἀνά, ἔμ, σύμ)πλεως, [[ἄπλετος]] (=αὐτός πού ξεπερνᾶ τό μέτρο), [[ἀπέλεθρος]] (=[[ἀμέτρητος]]), [[πολύς]], [[πλείων]], [[πλεῖστος]], [[πλοῦτος]], πλουτῶ, [[πλούσιος]], [[πλουτίζω]], [[πλουτηρός]], [[Πλούτων]], [[πλεονάζω]], [[πληροφορῶ]], [[πλησίστιος]] (=μέ φουσκωμένα τά πανιά).
|mantxt=(=[[γεμίζω]]). Θέματα: α) ἰσχυρό: πλημέ ἐνεστ. ἀναδιπλ. πικαί εὐφωνικό μ → πί-μ-πλημι (παρατ.: ἐνεπίμπλην, μελλ. πλήσω, ἀόρ.: [[ἔπλησα]]), β) ἀσθενές: πλᾰ-, γ) πλεμέ μετάπτωση, δ) μέ μετάθεση καί ἑτεροίωση τοῦ ε σέ ο πολκαί ε) πληθ. ἀπό ὅπου ὁ παθ. μέλλ. ([[πλησθήσομαι]]) καί παθ. ἀόρ. ([[ἐπλήσθην]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[πλῆθος]], [[πληθυντικός]], [[πληθύνω]], [[πληθύς]] (-ύος), [[πληθυσμός]], [[πληθύω]] (=εἶμαι γεμάτος ἀπό κάτι), [[πλήθω]] (=εἶμαι γεμάτος), [[πληθώρη]], [[πληθωρικός]], [[πλημμυρίς]], πλημμυρῶ, [[πλήρης]] (=γεμάτος), πληρῶ, [[πλήρωμα]], [[πλήρωσις]], [[πληρωτέον]], [[πληρωτής]], [[πληρούντως]] (=ἐντελῶς), [[ἀπλήρωτος]] (=ἀχόρταγος), [[πλῆσμα]], [[πλήσμη]], [[πλησμονή]] (=[[χορτασμός]]), [[ἄπληστος]], [[ἐμπληστέος]], [[πλέθρον]] (=ἔκταση γεμάτη), [[πλέως]] -α-ων (=γεμάτος), (ἀνά, ἔμ, σύμ)πλεως, [[ἄπλετος]] (=αὐτός πού ξεπερνᾶ τό μέτρο), [[ἀπέλεθρος]] (=[[ἀμέτρητος]]), [[πολύς]], [[πλείων]], [[πλεῖστος]], [[πλοῦτος]], πλουτῶ, [[πλούσιος]], [[πλουτίζω]], [[πλουτηρός]], [[Πλούτων]], [[πλεονάζω]], [[πληροφορῶ]], [[πλησίστιος]] (=μέ φουσκωμένα τά πανιά).
}}
{{elmes
|esmgtx=[[llenar]] una lámpara λαβὼν ἀμίλτωτον λύχνον ἄγραφον ἐλλυχνιάσας πλῆσον κεδρίᾳ <b class="b3">toma una lámpara no pintada de rojo ni grabada, ponle una mecha y llénala con aceite de cedro</b> P XII 132 un cuenco πλησάτω ταύτην ὕδατος <b class="b3">que lo llene de agua</b> P LXII 48
}}
}}