3,277,243
edits
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 59: | Line 59: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=Ἀπό ρίζα νεϝ→ νέϝ-ος (Λατιν. [[novus]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[νεάζω]], [[νεαλής]], [[νεανίας]], [[νεανιεύομαι]] (=φέρνομαι νεανικά), [[νεανικός]], [[νεᾶνις]] -ιδος (=παρθένα), [[νεανίσκος]] (=παλληκαράκι), [[νεαρός]], [[νέατος]] (=[[τελευταῖος]]), [[νεάω]] (=ὀργώνω καινούργιο χωράφι), [[νεατός]] (=χωράφι πού [[μόλις]] καλλιεργήθηκε), [[νειός]] (=νέα [[γῆ]]), νειοποιῶ, [[νεοσσός]], [[νεοσσιά]], [[νεότης]], [[νεοχμός]], νεοχμῶ (=[[νεωτερίζω]]), [[νεόω]] (=ἀνανεώνω), [[νεωστί]], [[νεώτερος]], [[νεωτερίζω]], [[νεωτερισμός]], καί τά σύνθετα [[νεηθαλής]] [[νεοθηλής]] [[νεοθαλής]], [[νέηλυς]], [[νεοδαμώδης]], [[νεόδμητος]], [[νεολαία]], [[νεοπαγής]], [[Νεοπτόλεμος]] (=ὁ γιός τοῦ Ἀχιλλέα, [[νέος]] [[πολεμιστής]], [[ἐπειδή]] ἦρθε ἀργά στήν [[Τροία]]), [[νεότευκτος]], [[νουμηνία]]. Ἴσως καί τό [[νεβρός]] (=ἐλαφάκι) (ἀπό τό [[νεαρός]], συνηρ. [[νηρός]], τό [[νηρόν]] [[ὕδωρ]], τό νερό, [[ἄν]] δέν παράγεται ἀπό τό [[νάω]]), [[νεαίρετος]], -ον (=αὐτός πού [[μόλις]] πιάστηκε, κυριεύτηκε), [[νεηκονής]], -ές ([[ἀκόνη]]) (=κοφτερός), [[νεήλατος]], -ον ([[ἐλαύνω]]) (=νεοαλεσμένος), [[νεήφατος]], -ον (=αὐτός πού [[μόλις]] ἐκφωνήθηκε), [[νεοαρδής]], -ές (=αὐτός πού [[μόλις]] ποτίστηκε), [[νεόγυιος]], -ον ([[γυῖον]]) (=[[νέος]]), [[νεόδροπος]], -ον καί [[νεοζυγής]] καί [[νεόζυγος]] καί [[νεόζυξ]] (=αὐτός πού [[μόλις]] παντρεύτηκε), [[νεοθήξ]] (-ῆγος), ὁ, ἡ (=αὐτός πού [[μόλις]] ἀκονίστηκε), [[νέοικος]], -ον (=[[νέος]] [[πολίτης]]), [[νεοκηδής]], -ές ([[κῆδος]]) (=αὐτός πού [[ἔχει]] πρόσφατο [[πένθος]]), [[νεόκμητος]], -ον (=αὐτός πού πρόσφατα σφάχτηκε), [[νεόκοτος]], -ον ([[παράδοξος]]), [[νεοκράς]] (-ᾶτος), ὁ, ἡ ([[κεράννυμι]]) (=αὐτός πού [[μόλις]] ἀναμείχτηκε), [[νεόπριστος]], -ον (=αὐτός πού [[μόλις]] πριονίστηκε) [[νεόρραντος]], -ον ([[ραίνω]]) (=αὐτός πού πρόσφατα χύθηκε), [[νεοσπαδής]], -ές ([[σπάω]]) καί [[νεοσπάς]] (-άδος), ὁ, ἡ (=αὐτός πού [[μόλις]] ἀποκόπηκε), [[νεόρρυτος]], -ον ([[ρύω]]) (=αὐτός πού [[μόλις]] σύρθηκε), [[νεοτελής]], -ές (=αὐτός πού [[μόλις]] μυήθηκε), [[νεότευκτος]], -ον καί [[νεοτευχής]], -ές ([[τεύχω]]), (=αὐτός πού [[μόλις]] κατασκευάστηκε), [[νεότοκος]], -ον ([[τίκτω]]) (=πού [[μόλις]] γεννήθηκε), [[νεοτόκος]], ἡ (=πού πρίν ἀπό λίγο γέννησε), [[νεώνητος]], -ον ([[ὠνέομαι]]) (=πού [[μόλις]] ἀγοράστηκε), [[νεώρης]], -ες ([[ὥρα]]) (=[[νέος]], [[πρόσφατος]]), [[νέωτα]], ἐπίρρ. ([[ἔτος]]) (=τόν ἑπόμενο χρόνο). | |mantxt=Ἀπό ρίζα νεϝ→ νέϝ-ος (Λατιν. [[novus]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[νεάζω]], [[νεαλής]], [[νεανίας]], [[νεανιεύομαι]] (=φέρνομαι νεανικά), [[νεανικός]], [[νεᾶνις]] -ιδος (=[[παρθένα]]), [[νεανίσκος]] (=[[παλληκαράκι]]), [[νεαρός]], [[νέατος]] (=[[τελευταῖος]]), [[νεάω]] (=ὀργώνω καινούργιο χωράφι), [[νεατός]] (=χωράφι πού [[μόλις]] καλλιεργήθηκε), [[νειός]] (=νέα [[γῆ]]), νειοποιῶ, [[νεοσσός]], [[νεοσσιά]], [[νεότης]], [[νεοχμός]], νεοχμῶ (=[[νεωτερίζω]]), [[νεόω]] (=[[ἀνανεώνω]]), [[νεωστί]], [[νεώτερος]], [[νεωτερίζω]], [[νεωτερισμός]], καί τά σύνθετα [[νεηθαλής]] [[νεοθηλής]] [[νεοθαλής]], [[νέηλυς]], [[νεοδαμώδης]], [[νεόδμητος]], [[νεολαία]], [[νεοπαγής]], [[Νεοπτόλεμος]] (=ὁ γιός τοῦ Ἀχιλλέα, [[νέος]] [[πολεμιστής]], [[ἐπειδή]] ἦρθε ἀργά στήν [[Τροία]]), [[νεότευκτος]], [[νουμηνία]]. Ἴσως καί τό [[νεβρός]] (=[[ἐλαφάκι]]) (ἀπό τό [[νεαρός]], συνηρ. [[νηρός]], τό [[νηρόν]] [[ὕδωρ]], τό νερό, [[ἄν]] δέν παράγεται ἀπό τό [[νάω]]), [[νεαίρετος]], -ον (=αὐτός πού [[μόλις]] πιάστηκε, κυριεύτηκε), [[νεηκονής]], -ές ([[ἀκόνη]]) (=[[κοφτερός]]), [[νεήλατος]], -ον ([[ἐλαύνω]]) (=[[νεοαλεσμένος]]), [[νεήφατος]], -ον (=αὐτός πού [[μόλις]] ἐκφωνήθηκε), [[νεοαρδής]], -ές (=αὐτός πού [[μόλις]] ποτίστηκε), [[νεόγυιος]], -ον ([[γυῖον]]) (=[[νέος]]), [[νεόδροπος]], -ον καί [[νεοζυγής]] καί [[νεόζυγος]] καί [[νεόζυξ]] (=αὐτός πού [[μόλις]] παντρεύτηκε), [[νεοθήξ]] (-ῆγος), ὁ, ἡ (=αὐτός πού [[μόλις]] ἀκονίστηκε), [[νέοικος]], -ον (=[[νέος]] [[πολίτης]]), [[νεοκηδής]], -ές ([[κῆδος]]) (=αὐτός πού [[ἔχει]] πρόσφατο [[πένθος]]), [[νεόκμητος]], -ον (=αὐτός πού πρόσφατα σφάχτηκε), [[νεόκοτος]], -ον ([[παράδοξος]]), [[νεοκράς]] (-ᾶτος), ὁ, ἡ ([[κεράννυμι]]) (=αὐτός πού [[μόλις]] ἀναμείχτηκε), [[νεόπριστος]], -ον (=αὐτός πού [[μόλις]] πριονίστηκε) [[νεόρραντος]], -ον ([[ραίνω]]) (=αὐτός πού πρόσφατα χύθηκε), [[νεοσπαδής]], -ές ([[σπάω]]) καί [[νεοσπάς]] (-άδος), ὁ, ἡ (=αὐτός πού [[μόλις]] ἀποκόπηκε), [[νεόρρυτος]], -ον ([[ρύω]]) (=αὐτός πού [[μόλις]] σύρθηκε), [[νεοτελής]], -ές (=αὐτός πού [[μόλις]] μυήθηκε), [[νεότευκτος]], -ον καί [[νεοτευχής]], -ές ([[τεύχω]]), (=αὐτός πού [[μόλις]] κατασκευάστηκε), [[νεότοκος]], -ον ([[τίκτω]]) (=πού [[μόλις]] γεννήθηκε), [[νεοτόκος]], ἡ (=πού πρίν ἀπό λίγο γέννησε), [[νεώνητος]], -ον ([[ὠνέομαι]]) (=πού [[μόλις]] ἀγοράστηκε), [[νεώρης]], -ες ([[ὥρα]]) (=[[νέος]], [[πρόσφατος]]), [[νέωτα]], ἐπίρρ. ([[ἔτος]]) (=τόν ἑπόμενο χρόνο). | ||
}} | }} | ||
{{elmes | {{elmes |