3,277,243
edits
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νέος''': νέα, Ἰων. νέη, νέον, Ἀττ. [[ὡσαύτως]] [[νέος]], νέον· Ἰων [[νεῖος]], ὃ ἴδε [θηλ. [[νέας]] ὡς μονοσύλλ., Αἰσχύλ. Θήβ. 327· καὶ συνῃρ. θηλ. νῆ, ἀντὶ νέα, μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡρῳδιανοῦ π. μον. λέξ. 7. 9 ἐκ τοῦ Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 123)]. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν τέλ.). 1) [[νέος]], [[νεανικός]], [[πλήρης]] νεότητος, (ἐπὶ παιδίων, νεανιῶν καὶ ἀνδρῶν [[τοὐλάχιστον]] [[μέχρι]] τῆς ἡλικίας τῶν 30, ἴδε Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 35, πρβλ. [[νεανίσκος]]), [[νέος]] [[παῖς]] Ὀδ. Δ. 665· νέοι κοῦροι Ἰλ. Ν. 95· νέοι ἄνδρες, συχνὸν παρ’ Ὁμ.· ἢ μόνον νέοι, Ἰλ. Α. 463, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 281, κτλ.· παρ’ Ἀττ. τὸ πλεῖστον μετὰ τοῦ ἄρθρου, ὁ [[νέος]], οἱ νέοι, Ἀριστοφ. Νεφ. 1059, κτλ.· - ἀντίθετ. τῷ [[γέρων]], ἠμὲν νέοι ἠδὲ γέροντες Ἰλ. Β. 789, κτλ.· [[οὕτως]], ἢ [[νέος]] ἠὲ παλαιὸς Ξ. 108, πρβλ. Ὀδ. Α. 395, κτλ.· ἀντίθετον τῷ [[γεραίτερος]], Γ. 24· τῷ προγενέστερος, B. 29· τῷ [[γεραιός]], Ξεν. Λακ. 1, 7· ἐκ νέου, ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας, ἐκ νεότητος, Πλάτ. Γοργ. 510D, κτλ.· ἐκ νέων παίδων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 887D·Ϗ ἐκ νέων ἐθίζεσθαι Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 1, 8· ἐκ [[νέας]] (ἐξυπακ. ψυχῆς) Πλάτ. Πολ. 409Α· - τὸ νέον, = [[νεότης]], Σοφ. Ο. Κ. 1229· τὸ νέον ἅπαν, ἅπασα ἡ [[νεότης]], Πλάτ. Νόμ. 653D·Ϗ - [[ὡσαύτως]], ἐπὶ τῶν νέων ἔτι καὶ ἀνηλίκων, νέου ὄντος ἔτι Θουκ. 1. 107· ὄντος νεωτέρου ἔτι ὁ αὐτ. 3. 26· πρβλ. [[νεώτερος]]. β) σπανίως ἐπὶ ζῴων καὶ φυτῶν, ὄρπηκες, [[ἔρνος]] Ἰλ. Φ. 38, Ὀδ. Ζ. 163· οἱ νέοι τῶν νεβρῶν Ξεν. Κυν. 9. 8. 2) ἁρμόζων εἰς νεανίαν, [[νεανικός]], Λατ. juvenilis, ἄεθλοι Πινδ. Ο. 2. 78· ν. [[θράσος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 744· ν. [[φροντίς]], νεανικὰ φρονήματα, Εὐρ. Μήδ. 48· νέαις διανοίαις Λυσ. 169. 39· [[ἄφρων]] [[νέος]] τε Εὐρ. Ι. Α. 489, πρβλ. Πολ. 378Α· ν. τε καὶ ὀξὺς ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 463Ε·Ϗ ἀλλὰ παρ’ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 3, 6, [[νέος]] τὴν ἡλικίαν, ἀντιτίθεται πρὸς τό: τὸ [[ἦθος]] [[νεαρός]]. ΙΙ. [[νέος]], ν. [[θάλαμος]] Ἰλ. Ρ. 36Ϗ ν. [[ἄλγος]] 6. 462·Ϗ ἡ [[σημασία]] αὕτη ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ ἐπιρρ. νέον, ἴδε κατωτ.)· οὕτω παρ’ Ἀττ., πόνοι νέοι... παλαιοῖσι συμμιγεῖς κακοῖς Αἰσχύλ. Θήβ. 740, κτλ.: ν. [[οἶνος]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 916· ἐν τοῖς μουσικοῖς τὰ νέα ([[μέλη]]) εὐδοκιμεῖ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 38· ἡ νέα (ἐξυπακ. [[σελήνη]]), Λατ. novilunium, ἰδίως ἐν τῇ φράσει: ἕνη καὶ νέα, ἴδε ἕνος Ι. 2· - ἀλλὰ μηνὸς τῇ νέᾳ (ἐξυπακ. ἡμέρᾳ), κατὰ τὴν πρώτην τοῦ μηνός, Πλάτ. Νόμ. 849Β· - νέον -[[ἦμαρ]] Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1479· - ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας σπανίως ἐπὶ προσώπων, ὁ [[νέος]] ταγὸς μακάρων Αἰσχύλ. Πρ. 96, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 960· οἱ νέοι θεοί, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς παλαιοτέρους, Αἰσχύλ. Εὐμ. 721, κτλ. 2) ἐπὶ γεγονότων, συμβεβηκότων, κτλ., μετὰ καὶ τῆς συμπαρομαρτούσης ἐννοίας τοῦ [[ἀπροσδόκητος]], [[παράδοξος]], τί νέον; Αἰσχύλ. Ἀγ. 85· προσδοκῶ γάρ τι νέον Εὐρ. Ἱκ. 99· μῶν τι βουλεύει νέον; Σοφ. Φιλ. 1229, πρβλ. 554, Θουκ. 5. 50, κτλ.· ἀπροσδοκήτους καὶ νέους λόγους Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 712· καινὰ νέα τ’ ἄχη ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 665· - ἡ [[ἔννοια]] αὕτη [[εἶναι]] συνηθεστέρα ἐν τῷ συγκρ., ἴδε ἐν λ. [[νεώτερος]]. ΙΙΙ. οὐδ. νέον, ὡς ἐπιρρ. χρονικόν, [[νεωστί]], ἐσχάτως πρὸ μικροῦ, [[μόλις]] πρὸ ὀλίγου, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πολλοῦ παρελθὸν ὡς καὶ πρὸς τὸ παρόν, Ὅμ. κτλ.· παῖδα νέον γεγαῶτα Ὀδ. Ο. 400, πρβλ. Ἰλ. Γ. 394· νέον κρατεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 35, 955, κτλ.· [[ὡσαύτως]] μετὰ τοῦ ἄρθρου, καὶ τὸ παλαιὸν καὶ τὸ νέον Ἡρόδ. 9. 26: παρὰ πεζογράφοις νεωστὶ (ὃ ἴδε)· ἀλλὰ ὁ [[τύπος]] νέως [[εἶναι]] [[σπάνιος]]· Συγκρ. ἐπίρρ. νεωτέρως, Πλάτ. Νόμ. 907C·Ϗ ὑπερθετ. νεώτατα, ἐπ. ἐσχάτων, πρὸ μικροῦ Θουκ. 1. 7· οὕτω καὶ ἐκ [[νέας]], Ἰων. ἐκ νέης, ἐκ νέου, [[πάλιν]], Λατ. denuo, Ἡρόδ. 1. 60., 5. 116. IV. οἱ βαθμοὶ συγκρίσεως [[εἶναι]]: [[νεώτερος]], [[νεώτατος]], ἴδε ἐν λ. [[νεώτερος]]· ἀλλὰ τὰ [[ἐξαρχῆς]] συγκρ. καὶ ὑπερθετ. ζητητέα ἐν τοῖς ποιητ. τύποις [[νεαρός]], [[νέατος]]· - ὁ [[τύπος]] νεαίτερος [[εἶναι]] ἐφθαρμ. ἀντὶ τοῦ [[νεαίρετος]] ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 316· ὁ Ἰων. [[τύπος]] νειότατος μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται αἱ λέξεις: [[νειός]], [[νεαρός]], [[νεάν]], [[νεανίας]], [[νέαξ]], [[νεοσσός]], [[νεοχμός]], [[νέατος]] ([[νήτη]]), νεωστὶ (ἐσχάτως), [[νείαιρα]] (κατωτέρα). Ἡ [[ῥίζα]] αὕτη θὰ ἦτο ἐξ ἀρχῆς, ΝΕF-, πρβλ. Σανσκρ. nav-as, nav-yas·Ϗ Ζενδ. nav-a· Λατ. nov-us, nov-icius, nov-are, nov-alis, nov-erca, de-nu-o, nup-er, nuntius (novi-ventius?)· ϏΓοτθ. niu-jis ([[νέος]])· niu-jitha ([[καινότης]])· Λιθ. nau-jes·Ϗ Σλαυ. νov-u·Ϗ - νεβρὸς [[ὡσαύτως]] πιθ. ἐγένετο ἐκ τοῦ νεFρός, νέον [[ζῷον]], νεογνόν). | |lstext='''νέος''': νέα, Ἰων. νέη, νέον, Ἀττ. [[ὡσαύτως]] [[νέος]], νέον· Ἰων [[νεῖος]], ὃ ἴδε [θηλ. [[νέας]] ὡς μονοσύλλ., Αἰσχύλ. Θήβ. 327· καὶ συνῃρ. θηλ. νῆ, ἀντὶ νέα, μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡρῳδιανοῦ π. μον. λέξ. 7. 9 ἐκ τοῦ Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 123)]. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν τέλ.). 1) [[νέος]], [[νεανικός]], [[πλήρης]] νεότητος, (ἐπὶ παιδίων, νεανιῶν καὶ ἀνδρῶν [[τοὐλάχιστον]] [[μέχρι]] τῆς ἡλικίας τῶν 30, ἴδε Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 35, πρβλ. [[νεανίσκος]]), [[νέος]] [[παῖς]] Ὀδ. Δ. 665· νέοι κοῦροι Ἰλ. Ν. 95· νέοι ἄνδρες, συχνὸν παρ’ Ὁμ.· ἢ μόνον νέοι, Ἰλ. Α. 463, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 281, κτλ.· παρ’ Ἀττ. τὸ πλεῖστον μετὰ τοῦ ἄρθρου, ὁ [[νέος]], οἱ νέοι, Ἀριστοφ. Νεφ. 1059, κτλ.· - ἀντίθετ. τῷ [[γέρων]], ἠμὲν νέοι ἠδὲ γέροντες Ἰλ. Β. 789, κτλ.· [[οὕτως]], ἢ [[νέος]] ἠὲ παλαιὸς Ξ. 108, πρβλ. Ὀδ. Α. 395, κτλ.· ἀντίθετον τῷ [[γεραίτερος]], Γ. 24· τῷ προγενέστερος, B. 29· τῷ [[γεραιός]], Ξεν. Λακ. 1, 7· ἐκ νέου, ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας, ἐκ νεότητος, Πλάτ. Γοργ. 510D, κτλ.· ἐκ νέων παίδων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 887D·Ϗ ἐκ νέων ἐθίζεσθαι Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 1, 8· ἐκ [[νέας]] (ἐξυπακ. ψυχῆς) Πλάτ. Πολ. 409Α· - τὸ νέον, = [[νεότης]], Σοφ. Ο. Κ. 1229· τὸ νέον ἅπαν, ἅπασα ἡ [[νεότης]], Πλάτ. Νόμ. 653D·Ϗ - [[ὡσαύτως]], ἐπὶ τῶν νέων ἔτι καὶ ἀνηλίκων, νέου ὄντος ἔτι Θουκ. 1. 107· ὄντος νεωτέρου ἔτι ὁ αὐτ. 3. 26· πρβλ. [[νεώτερος]]. β) σπανίως ἐπὶ ζῴων καὶ φυτῶν, ὄρπηκες, [[ἔρνος]] Ἰλ. Φ. 38, Ὀδ. Ζ. 163· οἱ νέοι τῶν νεβρῶν Ξεν. Κυν. 9. 8. 2) ἁρμόζων εἰς νεανίαν, [[νεανικός]], Λατ. juvenilis, ἄεθλοι Πινδ. Ο. 2. 78· ν. [[θράσος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 744· ν. [[φροντίς]], νεανικὰ φρονήματα, Εὐρ. Μήδ. 48· νέαις διανοίαις Λυσ. 169. 39· [[ἄφρων]] [[νέος]] τε Εὐρ. Ι. Α. 489, πρβλ. Πολ. 378Α· ν. τε καὶ ὀξὺς ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 463Ε·Ϗ ἀλλὰ παρ’ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 3, 6, [[νέος]] τὴν ἡλικίαν, ἀντιτίθεται πρὸς τό: τὸ [[ἦθος]] [[νεαρός]]. ΙΙ. [[νέος]], ν. [[θάλαμος]] Ἰλ. Ρ. 36Ϗ ν. [[ἄλγος]] 6. 462·Ϗ ἡ [[σημασία]] αὕτη ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ ἐπιρρ. νέον, ἴδε κατωτ.)· οὕτω παρ’ Ἀττ., πόνοι νέοι... παλαιοῖσι συμμιγεῖς κακοῖς Αἰσχύλ. Θήβ. 740, κτλ.: ν. [[οἶνος]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 916· ἐν τοῖς μουσικοῖς τὰ νέα ([[μέλη]]) εὐδοκιμεῖ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 38· ἡ νέα (ἐξυπακ. [[σελήνη]]), Λατ. novilunium, ἰδίως ἐν τῇ φράσει: ἕνη καὶ νέα, ἴδε ἕνος Ι. 2· - ἀλλὰ μηνὸς τῇ νέᾳ (ἐξυπακ. ἡμέρᾳ), κατὰ τὴν πρώτην τοῦ μηνός, Πλάτ. Νόμ. 849Β· - νέον -[[ἦμαρ]] Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1479· - ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας σπανίως ἐπὶ προσώπων, ὁ [[νέος]] ταγὸς μακάρων Αἰσχύλ. Πρ. 96, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 960· οἱ νέοι θεοί, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς παλαιοτέρους, Αἰσχύλ. Εὐμ. 721, κτλ. 2) ἐπὶ γεγονότων, συμβεβηκότων, κτλ., μετὰ καὶ τῆς συμπαρομαρτούσης ἐννοίας τοῦ [[ἀπροσδόκητος]], [[παράδοξος]], τί νέον; Αἰσχύλ. Ἀγ. 85· προσδοκῶ γάρ τι νέον Εὐρ. Ἱκ. 99· μῶν τι βουλεύει νέον; Σοφ. Φιλ. 1229, πρβλ. 554, Θουκ. 5. 50, κτλ.· ἀπροσδοκήτους καὶ νέους λόγους Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 712· καινὰ νέα τ’ ἄχη ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 665· - ἡ [[ἔννοια]] αὕτη [[εἶναι]] συνηθεστέρα ἐν τῷ συγκρ., ἴδε ἐν λ. [[νεώτερος]]. ΙΙΙ. οὐδ. νέον, ὡς ἐπιρρ. χρονικόν, [[νεωστί]], ἐσχάτως πρὸ μικροῦ, [[μόλις]] πρὸ ὀλίγου, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πολλοῦ παρελθὸν ὡς καὶ πρὸς τὸ παρόν, Ὅμ. κτλ.· παῖδα νέον γεγαῶτα Ὀδ. Ο. 400, πρβλ. Ἰλ. Γ. 394· νέον κρατεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 35, 955, κτλ.· [[ὡσαύτως]] μετὰ τοῦ ἄρθρου, καὶ τὸ παλαιὸν καὶ τὸ νέον Ἡρόδ. 9. 26: παρὰ πεζογράφοις νεωστὶ (ὃ ἴδε)· ἀλλὰ ὁ [[τύπος]] νέως [[εἶναι]] [[σπάνιος]]· Συγκρ. ἐπίρρ. νεωτέρως, Πλάτ. Νόμ. 907C·Ϗ ὑπερθετ. νεώτατα, ἐπ. ἐσχάτων, πρὸ μικροῦ Θουκ. 1. 7· οὕτω καὶ ἐκ [[νέας]], Ἰων. ἐκ νέης, ἐκ νέου, [[πάλιν]], Λατ. denuo, Ἡρόδ. 1. 60., 5. 116. IV. οἱ βαθμοὶ συγκρίσεως [[εἶναι]]: [[νεώτερος]], [[νεώτατος]], ἴδε ἐν λ. [[νεώτερος]]· ἀλλὰ τὰ [[ἐξαρχῆς]] συγκρ. καὶ ὑπερθετ. ζητητέα ἐν τοῖς ποιητ. τύποις [[νεαρός]], [[νέατος]]· - ὁ [[τύπος]] νεαίτερος [[εἶναι]] ἐφθαρμ. ἀντὶ τοῦ [[νεαίρετος]] ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 316· ὁ Ἰων. [[τύπος]] νειότατος μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται αἱ λέξεις: [[νειός]], [[νεαρός]], [[νεάν]], [[νεανίας]], [[νέαξ]], [[νεοσσός]], [[νεοχμός]], [[νέατος]] ([[νήτη]]), νεωστὶ (ἐσχάτως), [[νείαιρα]] (κατωτέρα). Ἡ [[ῥίζα]] αὕτη θὰ ἦτο ἐξ ἀρχῆς, ΝΕF-, πρβλ. Σανσκρ. nav-as, nav-yas·Ϗ Ζενδ. nav-a· Λατ. nov-us, nov-icius, nov-are, nov-alis, nov-erca, de-nu-o, nup-er, nuntius (novi-ventius?)· ϏΓοτθ. niu-jis ([[νέος]])· niu-jitha ([[καινότης]])· Λιθ. nau-jes·Ϗ Σλαυ. νov-u·Ϗ - νεβρὸς [[ὡσαύτως]] πιθ. ἐγένετο ἐκ τοῦ νεFρός, νέον [[ζῷον]], [[νεογνόν]]). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |