Anonymous

πλησμονή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "\.(<br \/>'''Étymologie:'''.*)(<br \/><b>\[\[NT\]\]<\/b>: .*)\n}}" to ";$2.$1 }}")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλησμονή:''' ἡ (πίμ-πλημι), [[γέμισμα]], [[πλήρωση]] ή [[ικανοποίηση]], η [[κατάσταση]] του κορεσμού, [[ιδίως]] λέγεται για το [[φαγητό]], [[πλήρωση]] του στομάχου, [[κορεσμός]], [[κόρος]], σε Ευρ., Ξεν.· με γεν., [[τῶν]] ἄλλων ἐστι [[πλησμονή]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πλησμονή:''' ἡ (πίμ-πλημι), [[γέμισμα]], [[πλήρωση]] ή [[ικανοποίηση]], η [[κατάσταση]] του κορεσμού, [[ιδίως]] λέγεται για το [[φαγητό]], [[πλήρωση]] του στομάχου, [[κορεσμός]], [[κόρος]], σε Ευρ., Ξεν.· με γεν., τῶν ἄλλων ἐστι [[πλησμονή]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{ls
{{ls