Anonymous

εὐβάστακτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. ]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐβάστακτος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί [[κανείς]] να βαστήξει για να μετακινήσει ή να μεταφέρει<br /><b>αρχ.</b><br />(για νόσο) [[εκείνη]] την οποία εύκολα υποφέρει [[κανείς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[βαστακτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαστάζω]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>βάστακτος</i>].
|mltxt=[[εὐβάστακτος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί [[κανείς]] να βαστήξει για να μετακινήσει ή να μεταφέρει<br /><b>αρχ.</b><br />(για νόσο) [[εκείνη]] την οποία εύκολα υποφέρει [[κανείς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[βαστακτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαστάζω]]), [[πρβλ]]. [[αβάστακτος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm