Anonymous

ξεράδι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
(27)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />[[ξερό]] [[κλαδί]] δένδρου ή φυτού, ξερόκλαδο<br /><b>2.</b> [[φρύγανο]]<br /><b>3.</b> (σε φράσεις που δηλώνουν [[περιφρόνηση]]) το [[πόδι]], το [[χέρι]], (α. «μη σηκώνεις το [[ξεράδι]] σου» β. «πάρε από τη [[μέση]] τα ξεράδια σου»)<br /><b>4.</b> (στον πληθ. ως επίρρ. σε φράσεις που χρησιμοποιούνται επιτιμητικά) <i>ξεράδια</i><br />[[τίποτε]] (- «Τα [[ξέρω]] όλα!»<br />- Ξεράδια ξέρεις!»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξερός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ασπρ</i>-<i>άδι</i>), ή απευθείας από το <i>ξηράδα</i> ως υποκορ.].
|mltxt=το<br />[[ξερό]] [[κλαδί]] δένδρου ή φυτού, ξερόκλαδο<br /><b>2.</b> [[φρύγανο]]<br /><b>3.</b> (σε φράσεις που δηλώνουν [[περιφρόνηση]]) το [[πόδι]], το [[χέρι]], (α. «μη σηκώνεις το [[ξεράδι]] σου» β. «πάρε από τη [[μέση]] τα ξεράδια σου»)<br /><b>4.</b> (στον πληθ. ως επίρρ. σε φράσεις που χρησιμοποιούνται επιτιμητικά) <i>ξεράδια</i><br />[[τίποτε]] (- «Τα [[ξέρω]] όλα!»<br />- Ξεράδια ξέρεις!»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξερός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδι</i> ([[πρβλ]]. [[ασπράδι]]), ή απευθείας από το <i>ξηράδα</i> ως υποκορ.].
}}
}}