ξεράδι

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source

Greek Monolingual

το
ξερό κλαδί δένδρου ή φυτού, ξερόκλαδο
2. φρύγανο
3. (σε φράσεις που δηλώνουν περιφρόνηση) το πόδι, το χέρι, (α. «μη σηκώνεις το ξεράδι σου» β. «πάρε από τη μέση τα ξεράδια σου»)
4. (στον πληθ. ως επίρρ. σε φράσεις που χρησιμοποιούνται επιτιμητικά) ξεράδια
τίποτε (- «Τα ξέρω όλα!»
- Ξεράδια ξέρεις!»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + κατάλ. -άδι (πρβλ. ασπράδι), ή απευθείας από το ξηράδα ως υποκορ.].