ξεράδι
From LSJ
Greek Monolingual
το
ξερό κλαδί δένδρου ή φυτού, ξερόκλαδο
2. φρύγανο
3. (σε φράσεις που δηλώνουν περιφρόνηση) το πόδι, το χέρι, (α. «μη σηκώνεις το ξεράδι σου» β. «πάρε από τη μέση τα ξεράδια σου»)
4. (στον πληθ. ως επίρρ. σε φράσεις που χρησιμοποιούνται επιτιμητικά) ξεράδια
τίποτε (- «Τα ξέρω όλα!»
- Ξεράδια ξέρεις!»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + κατάλ. -άδι (πρβλ. ασπράδι), ή απευθείας από το ξηράδα ως υποκορ.].