Anonymous

οσμηρός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀσμηρός]], -ά, -όν)<br />αυτός που αναδίδει [[οσμή]], [[οσμήρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[οσμηρός]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] σολομονοειδών ευρύαλων ιχθύων της οικογένειας οσμηρίδες, συγγενικών του σολομού και της πέστροφας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>πιθ.</b> το [[φυτό]] [[μηδική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀσμή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τολμ</i>-<i>ηρός</i>). Η λ. ως επιστημον. όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>osmerus</i>].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀσμηρός]], -ά, -όν)<br />αυτός που αναδίδει [[οσμή]], [[οσμήρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[οσμηρός]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] σολομονοειδών ευρύαλων ιχθύων της οικογένειας οσμηρίδες, συγγενικών του σολομού και της πέστροφας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>πιθ.</b> το [[φυτό]] [[μηδική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀσμή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. [[τολμηρός]]). Η λ. ως επιστημον. όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>osmerus</i>].
}}
}}