οσμηρός

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀσμηρός, -ά, -όν)
αυτός που αναδίδει οσμή, οσμήρης
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οσμηρός
ζωολ. γένος σολομονοειδών ευρύαλων ιχθύων της οικογένειας οσμηρίδες, συγγενικών του σολομού και της πέστροφας
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. πιθ. το φυτό μηδική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + κατάλ. -ηρός (πρβλ. τολμηρός). Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. osmerus].