Anonymous

σιμός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σιμός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[πλατύς]], [[πλακουτσωτός]] (α. «είχε σιμή και κόκκινη [[μύτη]]» β. «ῥίς ἐστι παρεκβεβηκυῑα... πρὸς τὸ γρυπὸν ἢ τὸ σιμόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει πλακουτσωτή [[μύτη]] (α. «σιμοὶ καὶ γένεια ἔχοντες μεγάλα», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «αἱ σιμότεραι καὶ φαυλότεραι παρὰ τὰς σεμνὰς καθεδοῦνται», <b>Αριστοφ.</b><br />γ. «τοὺς δὲ ἵππους αὐτῶν σμικρούς... καὶ σιμοὺς καὶ ἀδυνάτους ἄνδρας φέρειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[μύτη]]<br /><b>2.</b> ο [[κυρτός]] [[προς]] τα [[επάνω]], [[ανηφορικός]] («[[χωρίον]] τὸ πρὸς τὴν πόλιν σιμόν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κοίλος]] («ἡ γαστὴρ τῶν ἀδείπνων σιμή», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σιμά</i><br />οι ανηφοριές<br /><b>5.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[σιμός]]<br />[[τυφλός]]». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σιμά</i> ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοντά]], [[εγγύς]] (α. «πέρασε σιμά μου» β. «κράζει τη Νέναν τσι σιμά...», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «σιμὰ γελῶν» — γελώντας σαρκαστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. που έχει σχηματιστεί <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σῑ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δοχ</i>-<i>μός</i>, <i>θερ</i>-<i>μός</i>). Για το θ. <i>σῑ</i>- έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, [[χωρίς]] όμως κάποια από αυτές να φαίνεται ιδιαίτερα πιθανή. Κατά μία [[άποψη]], ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>su</i><i>ē</i>(<i>i</i>)- (<b>πρβλ.</b> [[σίλλος]], [[σικχός]]). Στη Μυκηναϊκή, εξάλλου, μαρτυρούνται οι τ. <i>simo</i>- και <i>sima</i> (<b>πρβλ.</b> τα ανθρωπωνύμια [[Σῖμος]], <i>Σίμμος</i>, <i>Σιμμίας</i>). Τη λ., [[τέλος]], δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>s</i><i>ī</i><i>mus</i>)].
|mltxt=-ή, -ό / [[σιμός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[πλατύς]], [[πλακουτσωτός]] (α. «είχε σιμή και κόκκινη [[μύτη]]» β. «ῥίς ἐστι παρεκβεβηκυῑα... πρὸς τὸ γρυπὸν ἢ τὸ σιμόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει πλακουτσωτή [[μύτη]] (α. «σιμοὶ καὶ γένεια ἔχοντες μεγάλα», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «αἱ σιμότεραι καὶ φαυλότεραι παρὰ τὰς σεμνὰς καθεδοῦνται», <b>Αριστοφ.</b><br />γ. «τοὺς δὲ ἵππους αὐτῶν σμικρούς... καὶ σιμοὺς καὶ ἀδυνάτους ἄνδρας φέρειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[μύτη]]<br /><b>2.</b> ο [[κυρτός]] [[προς]] τα [[επάνω]], [[ανηφορικός]] («[[χωρίον]] τὸ πρὸς τὴν πόλιν σιμόν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κοίλος]] («ἡ γαστὴρ τῶν ἀδείπνων σιμή», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σιμά</i><br />οι ανηφοριές<br /><b>5.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[σιμός]]<br />[[τυφλός]]». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σιμά</i> ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοντά]], [[εγγύς]] (α. «πέρασε σιμά μου» β. «κράζει τη Νέναν τσι σιμά...», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «σιμὰ γελῶν» — γελώντας σαρκαστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. που έχει σχηματιστεί <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σῑ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μός</i> ([[πρβλ]]. [[δοχμός]], [[θερμός]]). Για το θ. <i>σῑ</i>- έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, [[χωρίς]] όμως κάποια από αυτές να φαίνεται ιδιαίτερα πιθανή. Κατά μία [[άποψη]], ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>su</i><i>ē</i>(<i>i</i>)- (<b>πρβλ.</b> [[σίλλος]], [[σικχός]]). Στη Μυκηναϊκή, εξάλλου, μαρτυρούνται οι τ. <i>simo</i>- και <i>sima</i> (<b>πρβλ.</b> τα ανθρωπωνύμια [[Σῖμος]], <i>Σίμμος</i>, <i>Σιμμίας</i>). Τη λ., [[τέλος]], δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>s</i><i>ī</i><i>mus</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm