Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στύραξ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ακος, ο, ΝΑ, και [[στύραξ]], ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[στύρακας]].<br /> <b>(II)</b><br />-ακος, ο, ΝΑ<br />(στην [[αρχαιότητα]]) το [[κάτω]] αιχμηρό [[άκρο]] του δόρατος το οποίο έμπηγαν στο [[έδαφος]], ο σταυρωτήρ<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοντάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>στῠρ</i>-<i>αξ</i> (με [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, <b>πρβλ.</b> <i>πίν</i>-<i>αξ</i>, <i>χάρ</i>-<i>αξ</i>) ανήκει, [[κατά]] μία [[άποψη]], στην [[οικογένεια]] του ρ. [[ἵστημι]] και έχει σχηματιστεί από τη λ. [[σταυρός]], [[αλλά]] με τον φωνηεντισμό τών τ. [[στῦλος]], [[στύω]], δηλ. από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>στ</i>- με βραχύ το [[φωνήεν]] -<i>υ</i>- της παρέκτασης (<b>βλ. λ.</b> [[σταυρός]], [[στύλος]], [[στύω]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[στύραξ]] με σημ. «[[κοντάρι]]» προήλθε από τη λ. [[στύραξ]] (Ι) «[[είδος]] δέντρου» (<b>πρβλ.</b> τη φρ. <i>στυράκινα ἀκοντίσματα</i> «ακόντια κατασκευασμένα από [[ξύλο]] στύρακα»). Ανάλογη [[περίπτωση]] χρησιμοποίησης του ον. δένδρου για να δηλωθεί το όπλο που κατασκευαζόταν από το [[ξύλο]] του δένδρου [[αυτού]] έχουμε στη λ. [[μελία]]. Ωστόσο, [[πρόβλημα]] γεννά το [[γεγονός]] ότι το [[φυτό]] [[στύραξ]] εισήχθη στην [[Ελλάδα]] από τους Φοίνικες και δεν [[πρέπει]] να ήταν πολύ διαδομένο στην [[Ελλάδα]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ακος, ο, ΝΑ, και [[στύραξ]], ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[στύρακας]].<br /> <b>(II)</b><br />-ακος, ο, ΝΑ<br />(στην [[αρχαιότητα]]) το [[κάτω]] αιχμηρό [[άκρο]] του δόρατος το οποίο έμπηγαν στο [[έδαφος]], ο σταυρωτήρ<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοντάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>στῠρ</i>-<i>αξ</i> (με [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, [[πρβλ]]. [[πίναξ]], [[χάραξ]]) ανήκει, [[κατά]] μία [[άποψη]], στην [[οικογένεια]] του ρ. [[ἵστημι]] και έχει σχηματιστεί από τη λ. [[σταυρός]], [[αλλά]] με τον φωνηεντισμό τών τ. [[στῦλος]], [[στύω]], δηλ. από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>στ</i>- με βραχύ το [[φωνήεν]] -<i>υ</i>- της παρέκτασης (<b>βλ. λ.</b> [[σταυρός]], [[στύλος]], [[στύω]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[στύραξ]] με σημ. «[[κοντάρι]]» προήλθε από τη λ. [[στύραξ]] (Ι) «[[είδος]] δέντρου» (<b>πρβλ.</b> τη φρ. <i>στυράκινα ἀκοντίσματα</i> «ακόντια κατασκευασμένα από [[ξύλο]] στύρακα»). Ανάλογη [[περίπτωση]] χρησιμοποίησης του ον. δένδρου για να δηλωθεί το όπλο που κατασκευαζόταν από το [[ξύλο]] του δένδρου [[αυτού]] έχουμε στη λ. [[μελία]]. Ωστόσο, [[πρόβλημα]] γεννά το [[γεγονός]] ότι το [[φυτό]] [[στύραξ]] εισήχθη στην [[Ελλάδα]] από τους Φοίνικες και δεν [[πρέπει]] να ήταν πολύ διαδομένο στην [[Ελλάδα]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm