Anonymous

τετρακόσιοι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)"
m (Text replacement - "οἱ" to "οἱ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες, -α / [[τετρακόσιοι]], -αι, -α, ΝΜΑ, και τετρακόσοι, -ες, α, Ν, και μτγν. τ. [[τεσσαρακόσιοι]] και δωρ. τ. [[τετρακάτιοι]] και ποιητ. τ. [[τετρηκόσιοι]], -αι, -α, Α<br />(απόλ. αριθμτ.)<br /><b>1.</b> [[τέσσερεις]] εκατοντάδες (400)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) οι [[τετρακόσιοι]]<br />(στην αρχαία Αθήνα) α) πολιτικό [[σώμα]] της αρχαίας Αθήνας που καθιέρωσε ο [[Σόλων]], είχε 400 [[μέλη]] και κύρια [[αποστολή]] τη νομοθετική [[εξουσία]]<br />β) τα άτομα που αποτέλεσαν την [[ολιγαρχία]] που εγκαθιδρύθηκε το 411 π.Χ.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τά 'χει τετρακόσα» — έχει γερό [[μυαλό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόσιοι</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>κάτιοι</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἑκατόν]]), όπου το -<i>ο</i>- [[είναι]] αναλογικά [[προς]] τα -<i>κοντα</i>, -<i>κοστός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τριά</i>-<i>κοντα</i>, <i>τρια</i>-<i>κοστός</i>), ενώ το -<i>σ</i>- προήλθε από [[ουράνωση]] και [[μετέπειτα]] συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- προ του -<i>ι</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φύσις]] <span style="color: red;"><</span> <i>φύτις</i>)].
|mltxt=-ες, -α / [[τετρακόσιοι]], -αι, -α, ΝΜΑ, και τετρακόσοι, -ες, α, Ν, και μτγν. τ. [[τεσσαρακόσιοι]] και δωρ. τ. [[τετρακάτιοι]] και ποιητ. τ. [[τετρηκόσιοι]], -αι, -α, Α<br />(απόλ. αριθμτ.)<br /><b>1.</b> [[τέσσερεις]] εκατοντάδες (400)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) οι [[τετρακόσιοι]]<br />(στην αρχαία Αθήνα) α) πολιτικό [[σώμα]] της αρχαίας Αθήνας που καθιέρωσε ο [[Σόλων]], είχε 400 [[μέλη]] και κύρια [[αποστολή]] τη νομοθετική [[εξουσία]]<br />β) τα άτομα που αποτέλεσαν την [[ολιγαρχία]] που εγκαθιδρύθηκε το 411 π.Χ.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τά 'χει τετρακόσα» — έχει γερό [[μυαλό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόσιοι</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>κάτιοι</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἑκατόν]]), όπου το -<i>ο</i>- [[είναι]] αναλογικά [[προς]] τα -<i>κοντα</i>, -<i>κοστός</i> ([[πρβλ]]. [[τριάκοντα]], [[τριακοστός]]), ενώ το -<i>σ</i>- προήλθε από [[ουράνωση]] και [[μετέπειτα]] συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- προ του -<i>ι</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φύσις]] <span style="color: red;"><</span> <i>φύτις</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm