Anonymous

πόρτις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)"
m (Text replacement - "Ancient Greek: ἀκραία, ἀλετρίς" to "Ancient Greek: ἀκραία")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πόρις]], -ιος, ἡ, μτγν<br />τ. πληθ. πόρτιας, και σπαν. αρσ., Α<br /><b>1.</b> νεαρή [[αγελάδα]], θηλυκό [[μοσχαράκι]] («πολλαὶ δ' αὖ δαμάλαι καὶ πόρτιες ὡδύραντο», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> νεαρό ζώο («[[πόρτις]] κεραή», <b>Ορφ.</b>)<br /><b>3.</b> νεαρή [[κόρη]], [[κοπέλα]] («καὶ τήν ἄνυμφον πόρτιν ἁρπάσας [[λύκος]]», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Αν δεχθεί [[κανείς]] τη [[σύνδεση]] της λ. [[πόρτις]] / [[πόρις]] με το αρμ. <i>ort</i><sup>c</sup> «[[μοσχαράκι]]» (και πιθ. και με το αρχ. ινδ. <i>pr</i>-<i>thu</i>-<i>ka</i> «μικρό, [[παιδί]], μικρό ζώου»), οδηγείται στο συμπέρσμα ότι το -<i>τ</i>- του τ. [[πόρτις]] και τών παραγώγων του [[είναι]] εκφραστικό και δεν ανήκει στο [[επίθημα]] της λ., η οποία εμφανίζει, [[επομένως]], κατάλ. -<i>ις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κόρ</i>-<i>ις</i>, <i>τρόπ</i>-<i>ις</i>). Η λ. συνδέεται πιθ. και με τους τ: [[μέσο]] άνω γερμ. verse, γερμ. <i>Farse</i> «[[δάμαλις]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>por</i>-<i>s</i>-<i>ī</i>), αρχ. άνω γερμ. <i>far</i>, αγγλοσαξ. <i>fearr</i> «[[νεαρός]] [[ταύρος]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>por</i>-<i>s</i>-<i>o</i>). Η [[σύνδεση]] της λ. με το λατ. <i>pario</i> «[[γεννώ]] (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>per</i>- «[[γεννώ]]») δεν θεωρείται πιθανή. Η λ., [[τέλος]], απαντά και στη Μυκηναϊκή σε έναν τ. οργανικής πτώσης <i>potipi</i> = <i>πόρτιφι</i>].
|mltxt=και [[πόρις]], -ιος, ἡ, μτγν<br />τ. πληθ. πόρτιας, και σπαν. αρσ., Α<br /><b>1.</b> νεαρή [[αγελάδα]], θηλυκό [[μοσχαράκι]] («πολλαὶ δ' αὖ δαμάλαι καὶ πόρτιες ὡδύραντο», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> νεαρό ζώο («[[πόρτις]] κεραή», <b>Ορφ.</b>)<br /><b>3.</b> νεαρή [[κόρη]], [[κοπέλα]] («καὶ τήν ἄνυμφον πόρτιν ἁρπάσας [[λύκος]]», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Αν δεχθεί [[κανείς]] τη [[σύνδεση]] της λ. [[πόρτις]] / [[πόρις]] με το αρμ. <i>ort</i><sup>c</sup> «[[μοσχαράκι]]» (και πιθ. και με το αρχ. ινδ. <i>pr</i>-<i>thu</i>-<i>ka</i> «μικρό, [[παιδί]], μικρό ζώου»), οδηγείται στο συμπέρσμα ότι το -<i>τ</i>- του τ. [[πόρτις]] και τών παραγώγων του [[είναι]] εκφραστικό και δεν ανήκει στο [[επίθημα]] της λ., η οποία εμφανίζει, [[επομένως]], κατάλ. -<i>ις</i> ([[πρβλ]]. [[κόρις]], [[τρόπις]]). Η λ. συνδέεται πιθ. και με τους τ: [[μέσο]] άνω γερμ. verse, γερμ. <i>Farse</i> «[[δάμαλις]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>por</i>-<i>s</i>-<i>ī</i>), αρχ. άνω γερμ. <i>far</i>, αγγλοσαξ. <i>fearr</i> «[[νεαρός]] [[ταύρος]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>por</i>-<i>s</i>-<i>o</i>). Η [[σύνδεση]] της λ. με το λατ. <i>pario</i> «[[γεννώ]] (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>per</i>- «[[γεννώ]]») δεν θεωρείται πιθανή. Η λ., [[τέλος]], απαντά και στη Μυκηναϊκή σε έναν τ. οργανικής πτώσης <i>potipi</i> = <i>πόρτιφι</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm