ἀλετρίς

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλετρίς Medium diacritics: ἀλετρίς Low diacritics: αλετρίς Capitals: ΑΛΕΤΡΙΣ
Transliteration A: aletrís Transliteration B: aletris Transliteration C: aletris Beta Code: a)letri/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ,
A female slave who grinds corn, γυνὴ ἀλετρίς Od. 20.105, cf.Lyr.Adesp.21, Call.Del.242, Ph.2.102, Zos.3.22.
2 at Athens, one of the noble maidens who prepared meal for offering cakes, Ar.Lys.643, Eust.1885.9.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 esclava que muele el cereal, molinera, Od.20.105, Lyr.Iamb.Adesp.28, Call.Del.242, Fr.334, Ph.2.102, PSI 838.8 (IV/V d.C.).
2 en Atenas doncella encargada de moler las ofrendas de grano a Atenea, Ar.Lys.643, cf. Eust.1885.12.
• Etimología: Cf. μάλευρον.

German (Pape)

[Seite 93] ίδος, mahlend, Hom. einmal, γυνή Od. 20, 105; Callim. Del. 242. – Bei Ar. Lys. 653 Ehrenjungfrauen, die das Mehl zu den Opfern mahlen mußten; bei Hesych. ἀλέτριαι.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
femme esclave qui moud.
Étymologie: ἀλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλετρίς -ίδος, ἡ ἀλέω slavin die graan maalt: maalster; ook als functie voor jonge meisjes in Athene, die graan maalden voor de heilige offerkoeken voor Athena.

Russian (Dvoretsky)

ἀλετρίς: ίδος (ᾰ) ἡ
1 рабыня-молольщица (γυνὴ ἀ. Hom.);
2 девушка, приготовлявшая муку для жертвенных пирогов Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλετρίς: -ίδος, ἡ, δούλη ἀλέθουσα σῖτον, Λατ. molitrix, γυνὴ ἀλετρίς, Ὀδ. Υ. 105. 2) παρθένος ἐκ τῶν εὐγενῶν ἐν Ἀθήναις ἀλέθουσα διὰ τὰ πόπανα τῆς Ἀθηνᾶς, «γίνονται δέ τινες τῶν εὐγενῶν ἀλετρίδες τῇ θεῷ παρθένοι, αἵτινες τὰ εἰς θυσίαν πόπανα ἀλοῦσι˙ καὶ ἔστιν ἔντιμον τοῦτο», Ἀριστοφ. Λυσ. 643, Σχόλ. αὐτόθι, Εὐστ. 1885. 9.

English (Autenrieth)

(ἀλέω): one who grinds, γυνή, woman ‘at the mill,’ Od. 20.105†.

Greek Monolingual

ἀλετρίς (-ίδος), η (AM)
1. δούλα που άλεθε σίτο
2. παρθένος από αρχοντικό οίκο της Αθήνας, που άλεθε για τα πόπανα της Αθηνάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλῶ
αξίζει να σημειωθεί ότι στον Όμηρο δεν απαντά αντίστοιχο αρσενικό της λ. ἀλετρίς, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μόνο οι γυναίκες στην ομηρική κοινωνία ήταν επιφορτισμένες με το άλεσμα τών σιτηρών.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλετρεύω.

Greek Monotonic

ἀλετρίς: -ίδος, ἡ (ἀλέω), δούλη που αλέθει σιτάρι, γυνὴ ἀλετρίς, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἀλέω
a female slave who grinds corn, γυνὴ ἀλετρίς Od.